Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
Η πατρίδα μου, τα Βαλκάνια, και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»

Άρθρο: Είδος Άρθρου

Η πατρίδα μου, τα Βαλκάνια, και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»

Η πατρίδα μου, τα Βαλκάνια, και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» Του Κώστα Aκρίβου* Πρώτη φορά το φαινόμενο το συναντήσαμε στους Πέρσες του Αισχύλου, οι θνητοί να ανακαλούν τον πεθαμένο βασιλιά για να τους συνδράμει στη δύσκολη κατάσταση (ήττα στη Σαλαμίνα): «Έλα, αρχαίε μου βασιλιά, έλα, φανερώσου στην κορυφή του τάφου σου». Και ο Δαρείος να υπακούει στο εξώλογο κέλευσμα του Χορού και να κάνει την εμφάνισή του για να συμβουλέψει τους πολίτες και παράλληλα να ημερώσει τη συμφορά. Εκτοτε κύλησαν πολλές γενεές στον νερόμυλο του χρόνου. Κάπου προς τα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα ?έτσι υπολογίζεται από τους ερευνητές - ξαναφούντωσε στα χώματα της Μικράς Ασίας η επιθυμία για επιστροφή νεκρού στο ανεκτίμητο φως της ζωής. Ο καημός έγινε πόθος, ο πόθος στίχος, ο στίχος μελωδήθηκε σε τραγούδι. Και το τραγούδι ιστορεί μια μάνα που καταριέται τον γιο της γιατί συναίνεσε να παντρέψουν τη μονάκριβη αδερφή του στα ξένα. Οι πολλές κατάρες τελικά σηκώνουν τον γιο από το μνήμα και εκπληρώνει την υπόσχεσή του. «Του νεκρού αδελφού». Ο λίθος όπου στηρίχτηκε το δημοτικό τραγούδι, η κολόνα για να οικοδομηθούν πάμπολλα έργα της μετέπειτα γραμματείας. Ίσως όχι μόνο της δικής μας. Στα λόγια και στα πρόσωπα αυτής της παραλογής βρήκαν τόπο να εκφραστούν οι αγωνίες και οι λαχτάρες και άλλων λαών της Βαλκανικής, μπορεί και πιο πέρα. Σαν ανάσα ψυχής μπορεί να θεωρηθεί η θεατρική παράσταση, διασκευή και σκηνοθεσία «Του νεκρού αδελφού» από έναν άνθρωπο που έμπρακτα έχει αποδείξει πόσο εκτιμάει τη λαϊκή παράδοση, τον Σωτήρη Χατζάκη. Η απόδοση δεν έγινε μονοδιάστατα, δηλαδή ελληνοκεντρικά, αλλά διαπολιτισμικά. Λέξεις, ονόματα, ενδυμασίες και ήχοι από τη Ρουμανία, τη Σερβία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία μεστώθηκαν σε εικόνες πάνω στη σκηνή. Το ρίγος δεν έχει πατρίδα. Γι? αυτό θα άξιζε να δει κανείς τη μάνα Μάγια Μόργκενστερν πώς εκδραμάτισε τον στίχο: «Στου Κωσταντίνου το μνημείο ανέσπα τα μαλλιά της» ή τον Νίκο Αρβανίτη με τι χρώμα φωνής απάντησε στην απορία της αδερφής του Αρετής: «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πως περπατούνε οι ζωντανοί με τους αποθαμένους», για να νιώσει και να καταλάβει τι σημαίνει αυθεντική λαϊκή τέχνη. Να το καταλάβει ιδίως σήμερα που τα βιβλιοπωλεία και οι οθόνες έχουν κατακλυστεί από άψυχα, άχρωμα βαμπίρ και από γλυκανάλατες ιστορίες με απέθαντους. Όσο κι αν ακούγεται σοβινιστικό, δεν μπορείς να μην υψώσεις τη βαλκανική σου περηφάνια: «Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!». * Ο Κώστας Ακρίβος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Τελετές ενηλικίωσης» κυκλοφορεί από το «Μεταίχμιο». Δημοσιεύτηκε 16-05-09 στην «Καθημερινή»