Η «ελληνικότητα» του Ευγένιου Τριβιζά (Του ʼρη Τσάκωνα)
Στην εποχή μας η παιδική λογοτεχνία έχει βιομηχανοποιηθεί σε ανησυχητικό βαθμό. Πολύχρωμες εικόνες, εντυπωσιακά ηχητικά εφέ κι ο αμείλικτος βομβαρδισμός διαφημιστικών μηνυμάτων από τα πολυμέσα, μονοπωλούν το ενδιαφέρον των παιδιών και διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα τον χαρακτήρα και τις προτιμήσεις τους. Η βία και η κοινωνική αδικία παρουσιάζονται σαν κάτι το εντελώς φυσιολογικό και μάλιστα αναγκαίο για την επιβίωση των χαριτωμένων κατά τα άλλα ηρώων. Στον αντίποδα, έχει αναπτυχθεί το παιδικό βιβλίο του διδακτισμού και της στείρας ηθικολογίας, το οποίο τελικά επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο αυτού που επιδιώκει. Το σωστό και το ωραίο γίνονται συνώνυμα του βαρετού και του πεπερασμένου, τα συνεχώς επαναλαμβανόμενα στερεότυπα υποτιμούν την ευφυΐα των παιδιών και τα ωθούν στις φτηνές αλλά διασκεδαστικές κερδοσκοπικές παραγωγές. Ευτυχώς όμως, υπάρχει πάντα και η ποιοτική προσέγγιση που κάνει απολαυστικό το ηθικό δίδαγμα και διαμορφώνει την κριτική αντίληψη του παιδιού, έτσι ώστε να του δώσει την δυνατότητα να προσλαμβάνει ως σχεδόν αυτονόητες τις έννοιες του καλού και του κακού. Ένας από τους εκπροσώπους αυτής της προσέγγισης στην Ελλάδα είναι ο Ευγένιος Τριβιζάς. Οι πολλαπλές εκδόσεις των πάνω από εκατόν ογδόντα βιβλίων του αποδεικνύουν πανηγυρικά την θερμή υποδοχή του έργου του από τους μικρούς αναγνώστες. Ομιλεί την γλώσσα των παιδιών και αναπαράγει παιδικές φαντασιώσεις σαν να ήταν κι ο ίδιος ακόμα παιδί. Όμως η επιτυχημένη ακαδημαϊκή του καριέρα και η ευρεία καλλιέργειά του επιβάλλουν κύρος και υποχρεώνουν ακόμη και τους πιο κακοπροαίρετους να τον πάρουν στα «σοβαρά». Όσοι δε, παραπλανημένοι από τα παιχνιδιάρικα και πάντα χαμογελαστά μάτια του, θα συνέχιζαν να έχουν κάποιους ενδοιασμούς, ας θυμηθούν τους σχετικούς στίχους του Καβάφη: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος.»1 Έγκυροι κριτικοί επεσήμαναν στο έργο του Τριβιζά μια αστείρευτη φαντασία, μια διάθεση ανατροπής, νεολογισμούς και τακτικές του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος, παρατήρησαν δε ότι το μήνυμά του συνομιλεί με τα δεδομένα της εποχής μας. Όλες αυτές, καθώς και πολλές άλλες κοινά αποδεκτές εκτιμήσεις, τονίζουν τα νεωτεριστικά στοιχεία και την οικουμενικότητα της πνευματικής παραγωγής του έγκριτου ακαδημαϊκού. Μια προσεκτικότερη όμως ανάγνωση θα ανακάλυπτε και πολλά παραδοσιακά, τοπικά, ελληνικά θα μπορούσε να πει κανείς χαρακτηριστικά, που είναι αναπόσπαστα στοιχεία της κοσμοθεωρίας του. Ας επιχειρήσουμε μια συνοπτική ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών, έχοντας ως οδηγό την κριτική σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη: «Το εξαιρετικό και μοναδικό φαινόμενο που παρατηρείτε στην αρχαία Ελλάδα, προϋπόθεση και αποτέλεσμα μιας άλλης θεώρησης του κόσμου, είναι η αμφισβήτηση της παράδοσης»,2 λέει ο Καστοριάδης. Και δίνει ως παράδειγμα τους στίχους του Αρχίλοχου: Ασπίδι μεν Σάϊών τις αγάλλεται, ην παρά θάμνωι εντός αμώμητον κάλλιπον ουκ εθέλων ψυχήν δε εξεσάωσα. Τι μοι μέλλει ασπίς εκείνη; ερρέτω εξαύτης κτήσομαι ου κακίω. (απόσπασμα 13) στους οποίους ο ποιητής εξηγεί ότι, τρεπόμενος σε άτακτη φυγή, παράτησε την ασπίδα του στο πεδίο της μάχης και καμαρώνει για την διάσωση της ζωής του. Σε μια κοινωνία όπως η Σπάρτη, όπου η στρατιωτική τιμή είναι η ύψιστη αρετή, ο λαός χωρίς να προδώσει τις πεποιθήσεις του, δέχεται τον Αρχίλοχο, που διακωμωδεί τα όσια και ιερά του, ως μεγάλο ποιητή. Κάτι παρόμοιο δεν επιχειρεί κι ο Τριβιζάς στα «Τρία μικρά λυκάκια»; Αντιστρέφει τους ρόλους των χαρακτήρων σε ένα πολύ γνωστό παραμύθι, χωρίς όμως να αλλάξει το μήνυμά του. Η βία είναι κάτι κακό, από όπου κι αν προέρχεται, ακόμη κι αν την εξασκεί ένα κατά κοινή παραδοχή αγαθό γουρούνι. Όσες από τις πεποιθήσεις μας αντέχουν σε αυστηρό κριτικό έλεγχο, γίνονται ισχυρότερες, όσες δεν το καταφέρνουν, παραχωρούν τη θέση τους σε νέες, ορθότερες πεποιθήσεις. Το έργο του Τριβιζά είναι γεμάτο με τέτοιες ανατροπές, θέτει όλα τα στερεότυπα σε δοκιμασία, προτρέπει τον μικρό αναγνώστη να δει την πραγματικότητα από άλλη σκοπιά και να διαμορφώσει την δική του αντίληψη στηρίζοντάς την σε περισσότερα δεδομένα. «Γενικότερα, σύμφωνα με την αρχαία αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμιά υπερβατική εξωκοσμική δύναμη που να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, ακόμα λιγότερο να τους αγαπάει.»3 λεει ο Καστοριάδης λίγο παρακάτω. Το γνωμικό: «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» συνοψίζει αυτή την λογική. Κάθε άτομο για να επιβιώσει, πρέπει να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις και για να αντιμετωπίσει ως σύνολο τις απειλές, πρέπει να προσπαθήσει από κοινού για την κοινή σωτηρία. Αντίξοες συνθήκες υπήρξαν και θα υπάρχουν παντού και πάντοτε, αυτό που χρειάζεται είναι η υπεύθυνη και ψύχραιμη αντιμετώπισή τους. «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»4 , είπε πολύ αργότερα κάποιος ποιητής. Αυτό κάνει και η τελευταία μαύρη γάτα στο ομώνυμο βιβλίο του Τριβιζά. Παρ όλο που βλέπει τους φίλους της να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο, παρ όλο που ένα ολόκληρο νησί αποφάσισε να εξολοθρέψει όλες τις γάτες, δεν σταυρώνει ανήμπορη τα χέρια της. Τρέχει, αγωνίζεται, οργανώνει τους φίλους της και τελικά καταφέρνει να σώσει όσες γάτες μπορεί και να ξαναφέρει την γαλήνη στο μικρό νησί της. Δεν εφησυχάζει όμως, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι: «Οι γάτες ξεχνάνε, οι άνθρωποι ξεχνάνε και η τρέλα δεν θέλει πολύ να φουντώσει πάλι, φτου ξανά κι απ την αρχή.» Εδώ θα ήθελα να επισημάνω και κάτι άλλο. Γενιές ολόκληρες ενήλικων Ελλήνων προσδιορίζουν το «κακό» με αφηρημένες γενικές έννοιες. Η επίσημη και μη πρόσφατη ιστορία του τόπου αναφέρεται στον ραγιαδισμό, τις πολλαπλές προδοσίες, την απολυταρχία, το κατεστημένο, την συντεχνιακή νοοτροπία και τώρα τελευταία στην διαπλοκή. Όσο πιο αφηρημένη είναι η έννοια του «κακού», τόσο πιο δύσκολη γίνεται και η καταπολέμησή της. Ο κόσμος του Τριβιζά με τους αδέξιους πειρατές, τον φιλάρεσκο Ρασμίνο και την αδίστακτη Σκυλάουρα Ούστ, εξατομικεύει τους «κακούς» και τους παρουσιάζει στα μέτρα των «καλών». ʼρα, μπορούν να καταπολεμηθούν και η κατατρόπωσή τους είναι εφικτή. Αυτό ίσως είναι και το πιο θετικό μήνυμα που δίνει το έργο του συγγραφέα. Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη στα βιβλία του Τριβιζά, είναι η λυρικότητα, η γρήγορη εναλλαγή εικόνων και χρωμάτων, τα έξυπνα λογοπαίγνια και η αισιόδοξη, ευρηματική και οργιάζουσα φαντασία του. Η δομή της αφήγησης του όμως ακολουθεί αυστηρούς τεχνικούς κανόνες. Η πλοκή είναι πάντα λιτή και απέριττη, κάθε μικρή λεπτομέρεια έχει τοποθετηθεί μετά από πολύ περίσκεψη και η ιστορία ποτέ δεν χάνει τον λογικό της ειρμό. Αυτή η προσέγγιση ίσως να οφείλεται στην εγκληματολογική παιδεία του συγγραφέα ή στην διχασμένη του προσωπικότητα όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος χαριτολογώντας εγώ όμως θα διακινδύνευα να ανιχνεύσω επιδράσεις από το αρχαίο δράμα. Το έργο του Τριβιζά έχει κλασική λιτότητα και κλασική αρχιτεκτονική δομή. Η αφομοίωση της νεότερης παράδοσης είναι εμφανέστερη στην ονοματοποιία. Τα ονόματα των ηρώων ηχούν τόσο οικεία σαν να έχουν ξεπηδήσει από λαϊκά παραμύθια. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που να μην μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ποιο από τα: Τρισεύγενη, Κοντορεβιθούλης, Ανθούλα, Μυρούλα, Εβενίνα και Κοψονούρης είναι από λαϊκό παραμύθι και ποιο όχι. Επίσης και τα επαναλαμβανόμενα τρεις φορές μοτίβα έχουν άρωμα λαϊκού παραμυθιού. Οι δε διάλογοι που βασίζονται στην παρανόηση λέξεων, μας μεταφέρουν νοερά στα παιδικά μας χρόνια και ζωντανεύουν στην μνήμη μας τους αλησμόνητους καυγάδες του Καραγκιόζη με τον Χατζηαβάτη. Ο Ευγένιος Τριβιζάς έχοντας μοιράσει την ζωή του μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας, βλέπει από απόσταση και κρίνει πιο αντικειμενικά. Πονά και αγαπά τον τόπο του όπως μπορούν να τον αγαπήσουν μονάχα οι ξενιτεμένοι. Αρκεί να αναλογιστούμε τον Κοραή, τον Κάλβο, τον Ψυχάρη και τον Καβάφη. Έτσι κι αυτός δίνει ζωή στο τεσσάρων χιλιάδων χρόνων περιστέρι της Σαντορίνης και το στέλνει από δέντρο σε δέντρο να εξαγγείλει την ελληνική προεδρία της ενωμένης Ευρώπης. Γράφει ιστορίες με απόδημους εργάτες για να μην αισθάνονται παραμελημένα τα παιδιά των αποδήμων. Σκαρώνει γλωσσοδέτες και λογοπαίγνια με «θήτα» και «ταυ» για να μάθουν να τα ξεχωρίζουν τα παιδιά που μαθαίνουν τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα. Αλλά και η ελληνική γλώσσα τον έχει ανταμείψει ανάλογα. Θα μπορούσε άραγε να επινοήσει σε άλλη γλώσσα την «φρουτοπία», τους «συνεργάτους», το «λαχανιασμένο λάχανο» και την «γαταστροφή»; Ας φτύνουν αίμα τώρα οι μεταφραστές του για να αποδώσουν έστω και στο περίπου την γλαφυρότητα των παραμυθιών του. Το δε αριστουργηματικό «Η ζωγραφιά της Χριστίνας», μάλλον θα περιμένει πολύ έως ότου βρεθεί ο κατάλληλος μεταφραστής. Να δούμε ποιος θα τολμήσει να αναμετρηθεί με τα λογοπαίγνια, τις ρίμες και τις ομόηχες λέξεις του που έρχονται η μία μετά την άλλη σαν ριπές πολυβόλου. Το χιούμορ είναι όπλο πολύ ισχυρό. Δίνει επιγραμματική έμφαση σε κάποιες αλήθειες που ίσως θα περνούσαν απαρατήρητες αν διατυπώνονταν διαφορετικά. Όλη η διδασκαλία του Σωκράτη δεν συνοψίζεται μήπως στο τολμηρό: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και το υπερήφανο: «Μικρόν από του ηλίου μετάστηθι» δεν εκφράζει το μεγαλείο του Διογένη; Η αρχαία ελληνική διανόηση, πολύ συχνά καταφεύγει στο χιούμορ για να τονίσει τα διδάγματά της. Η χαμογελαστή αυτή αντιμετώπιση της ζωής, ίσως πηγάζει από τον καθαρό ουρανό και τον λαμπερό ήλιο της ελληνικής γης και ίσως γι αυτό τον λόγο είναι τόσο διαφορετική από το φλέγμα που χαρακτηρίζει τους βόρειους λαούς. Και η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει πολλούς τεχνίτες του είδους. Ξεφυλλίζοντας κείμενα καθιερωμένων λογοτεχνών, βρίσκουμε αυτή την περιπαικτική διάθεση σε όλες της τις εκφάνσεις: Τραγικό χιούμορ στην «Μητέρα του σκύλου» του Μάτεση, κυνικό στο «Ύψος των περιστάσεων» του Χωμενίδη, πικρό στο «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Μίσσιου, αυτοσαρκαστικό στον «Μαριάμπα» του Σκαρίμπα, γεμάτο αγάπη στους «Μοιραίους» του Βάρναλη, γεμάτο στοργή στην «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη κ.ο.κ. Παντού και πάντα όμως αυτό το χιούμορ είναι πρώτα απ όλα τρυφερό. Δεν επιδιώκει να προκαλέσει το εύκολο γέλιο αλλά την έντονη συναισθηματική φόρτιση. Οι λογοτέχνες θαρρείς πως ντρέπονται για την στοργή που αισθάνονται προς τους ήρωές τους και προσπαθούν να την καμουφλάρουν με αστεϊσμούς. Θα τολμήσω να ονομάσω αυτό το χιούμορ ελληνικό και αφήνω στον αναγνώστη να αποφανθεί κατά πόσο μπορούμε να εντάξουμε σ αυτό και το έργο του Τριβιζά. Ο Ευγένιος Τριβιζάς ξέρει πολύ καλά την πνευματική παράδοση του τόπου του και την αναπαράγει με μεγάλη επιτυχία στο εντυπωσιακά πρωτότυπο έργο του. Ίσως γι αυτό φαντάζει τόσο μοντέρνος και τόσο οικουμενικός. ʼρης Τσάκωνας Εκπαιδευτικός Μεταφραστής Κωνσταντινούπολη