Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
Η δική μας Αμερική (Της Μικέλας Χαρτουλάρη)

Άρθρο: Είδος Άρθρου

Η δική μας Αμερική (Της Μικέλας Χαρτουλάρη)

Η δική μας Αμερική Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Επιμέλεια: Ε.Μαραγκού, Θ.Τσιμπούκη ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2010 Της Μικέλας Χαρτουλάρη Τα παράδοξα της Αμερικανικής επιρροής «Κανείς δεν μας συμπαθεί, δεν ξέρω γιατί... όλο λεφτά ζητούν κι όλοι μας μισούν. Ας ρίξουμε τη βόμβα για να δουν!». Αυτό τραγουδούσε ειρωνικά ο Ράντι Νιούμαν το 1972, σε μια εποχή που η εσωτερική αντιπολίτευση στις ΗΠΑ ήταν εξίσου «αντιαμερικανική» με οποιοδήποτε αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Και συνέχιζε ο τραγουδοποιός στο «Ρolitical science» (από το άλμπουμ «Sail away») προτείνοντας στις ΗΠΑ να ισοπεδώσουν τον κόσμο «μιας κι η Ασία έχει υπερπληθυσμό, η Ευρώπη γέρασε πολύ, στην Αφρική κάνει υπερβολική ζέστη και στον Καναδά υπερβολικό κρύο». Ετσι, έλεγε, θα δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για τους Αμερικανούς. Μόνο τα καγκουρό ευχόταν να γλιτώσουν και να γίνει η Αυστραλία ένα μεγάλο τσίρκο όπου οι Αμερικανοί θα μπορούν να κάνουν ανενόχλητοι σέρφινγκ... Σαν αυτό το τραγούδι υπήρξαν και υπάρχουν πολλά που σχολιάζουν τον παρεμβατισμό των ΗΠΑ στα πολιτικά δρώμενα μιας πλειάδας κρατών του μεταπολεμικού κόσμου, αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύουν τη διείσδυση της αμερικανικής κουλτούρας και την οικειοποίησή της από πλήθος τοπικών κοινωνιών σε φάση μετασχηματισμού. Κοινωνίες που παρ΄ όλα αυτά δεν έπαψαν να βλέπουν «τα αμερικανάκια» ως έναν απολιτικό λαό, πνευματικά και ηθικά ευνουχισμένο... Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι αντιφάσεις και τα παράδοξα που συνοδεύουν την υπόθεση «αμερικανική επιρροή» ανανεώνονται διαρκώς. Διότι οι ΗΠΑ είναι οι επεμβάσεις της CΙΑ, η στήριξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, το χιλιανό πραξικόπημα, η θανατική ποινή, οι καρχαρίες της καπιταλιστικής οικονομίας, η Κου Κλουξ Κλαν αλλά και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Μέλβιλ, ο Κασαβέτης, ο Χέντριξ, ο Τομ Γουέιτς, ο Ρόρτι, η σεξουαλική επανάσταση, η ποπ κουλτούρα, το google... Μια κοινωνία δηλαδή, αντιδραστική και την ίδια στιγμή ριζοσπαστική. Τέτοια διαβάζουμε στον πρόσφατο συλλογικό τόμο Η δική μας Αμερική Η αμερικανική κουλτούρα στην Ελλάδα (Εκδόσεις Μεταίχμιο), καρπό μιας ημερίδας του 2008, που αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα κατά τη σημερινή επέτειο της 11/9/2001. Τον Ράντι Νιούμαν μάς τον θυμίζει η Σώτη Τριανταφύλλου παρουσιάζοντας με πολιτικά κριτήρια τις εκδοχές του ιδιότυπου ελληνικού αντιαμερικανισμού (του ΚΚΕ, των υπερπατριωτών αλλά και μεγάλου μέρους του λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ) που «δεν οδήγησε σε μια πολιτική ανεξαρτησίας». Από κοντά άλλοι τέσσερις συγγραφείς- Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Χρυσόπουλος και Γιώργος Βέηςανοίγουν το βιβλίο με βιωματικά (και μόνον έμμεσα πολιτικά) κείμενα• και όλοι μαζί οι λογοτέχνες φωτίζουν τη διαδικασία σύγκλισης, αντιπαράθεσης και διαπραγμάτευσης της ελληνικής με την αμερικανική κουλτούρα. Ακολουθούν οι πανεπιστημιακοί, οι καθηγητές στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος (Deree), ή οι μεταπτυχιακοί φοιτητές, με δεκατρείς πιο στεγνές αλλά χρήσιμες (αν και αυτιστικά ουδέτερες) μελέτες για τις αμερικανικές επιρροές στην εκπαίδευση, στη σύγχρονη πολιτισμική έκφραση, στη φιλοσοφία, στα ΜΜΕ, στο life style. Η απαραίτητη σύνθεση γίνεται στον πρόλογο, από τις επιμελήτριες του τόμου Ντόρα Τσιμπούκη και Ελενα Μαραγκού, καθηγήτριες Αμερικανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Deree αντίστοιχα. Οι δυο τους στέκονται στο ζήτημα της πολιτισμικής διπλωματίας των ΗΠΑ και χαρτογραφούν τους μύθους και τις υπερβολές, τα αρνητικά στερεότυπα, τις απλουστεύσεις, τις ιδεολογικές αποτυπώσεις που συνθέτουν τις αντιλήψεις των Ελλήνων (και γενικότερα των Ευρωπαίων) για την «πολυπολιτισμική και πολυεθνοτική» Αμερική. «Η αληθινή επίδραση ενός άλλου πολιτισμού είναι απόλυτα προσωπική υπόθεση» σημειώνει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ο οποίος όταν δεν γράφει μυθιστορήματα διδάσκει Αγγλικά σε λύκεια και οργανώνει λογοτεχνικά σεμινάρια στην Βιβλιοθήκη των Σερρών. Εκείνος προσχώρησε στο πνευματικό πεδίο της Αμερικής από την πόρτα της γλώσσας. Στο συγκινητικό κείμενό του διηγείται πως πήγαινε στο δημοτικό σε ένα χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας, όταν η βόλτα που έκανε με ένα αμερικανικό ελικόπτερο λειτούργησε καταλυτικά επάνω του ωθώντας τον να μάθει αγγλικά. Σε λίγο θα άκουγε και Πλάτερς στο χαγιάτι των παππούδων του που μιλούσαν τουρκικά κι ελληνικά... «Η γλώσσα έγινε ο κώδικας για να εκφράζομαι και να σκέφτομαι διαφορετικά» εξηγεί. Και κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην επιδερμική σχέση με την αμερικανική κουλτούρα (μέσω λ.χ. του μάρκετινγκ της παγκοσμιοποίησης), και στην ουσιαστική σχέση που, κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί παρά να είναι διαλογική. Οπου διάλογος σημαίνει ενσωμάτωση και αντιπαράθεση, όχι όμως δογματική απάρνηση ούτε αφελής παράδοση. «Ως διανοούμενοι οφείλουμε να είμαστε σκεπτικιστές και καχύποπτοι. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν θα είμαστε «αντι-» ή «φιλο-» αμερικανοί. Είναι να επιλέξουμε εξαρχής ποια Αμερική καταδικάζουμε και με ποια συνομιλούμε» σημειώνει από την πλευρά του ο Χρήστος Χρυσόπουλος. Εκείνος διάλεξε την πόρτα της προοδευτικής αμερικανικής σκέψης (Κορνέλ Ουέστ, Ρίτσαρντ Ρόρτι, Λόρα Τζάκσον). Και καταλήγει στην άποψη ότι αυτό που κατ΄ εξοχήν μας παραδίδει ως πνευματική παρακαταθήκη ο αμερικανικός πολιτισμός «είναι η διαρκής υπόσχεση της εξατομίκευσης» «Από τον αμερικανικό πολιτισμό εξήγαγα ένα πλήθος επαναστατικών στοιχείων αν και δεν σαγηνεύτηκα ποτέ από πιο “παραδοσιακά” αριστερά ρεύματα και προσωπικότητες» σημειώνει η Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία μπήκε σε διάλογο με την Αμερική από την πόρτα των Αμερικανικών Σπουδών. Ετσι, και από τη διαμονή της σε διάφορες Πολιτείες, γεννήθηκαν επτά από τα μυθιστορήματά της και αρκετά δοκίμια. Γράφοντας όμως για τις ΗΠΑ, βρέθηκε, λέει, «μπροστά στον ελληνικό επαρχιωτισμό και την εγχώρια στενοκεφαλιά που μοιάζουν με την αμερικανική εσωστρέφεια και την άγνοια του ευρύτερου κόσμου». Γι΄ αυτό και δηλώνει μεν την αντιπάθειά της προς πολλές επιλογές της αμερικανικής πολιτικής, εξωτερικής και εσωτερικής, αλλά καταδικάζει τόσο τον αντιαμερικανισμό όσο και το αντίθετό του, καθώς «ρέπουν προς το κυνήγι μαγισσών και τις ηθικές σταυροφορίες». «Οι ΗΠΑ άσκησαν soft power στη σχέση τους με την Ελλάδα. Πολιτισμική διπλωματία δηλαδή για την προώθηση του επίσημου συστήματος αξιών, της κουλτούρας και των θεσμών της Αμερικής με σκοπό τη δημιουργία ενός ιδεολογικού κοινού τόπου για τη διευκόλυνση της επίτευξης συμμαχιών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο» σημειώνουν οι Τσιμπούκη- Μαραγκού. Και παρατηρούν ότι «το πρόγραμμα Fulbright λ.χ. και τα ερευνητικάεκπαιδευτικά κονδύλια που το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ διοχέτευσε μετά τον Πόλεμο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη διευκόλυναν μεν την ανάπτυξη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα αλλά παρεμπόδισαν την αποσύνδεση της έννοιας “αμερικανική κουλτούρα” από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ». Εκεί οφείλεται, λένε, η χρόνια τάση των νεοελλήνων να απαρνούνται και να υπεραπλουστεύουν τις πολιτισμικές συνδέσεις Ελλάδας- Αμερικής- κάτι το οποίο φιλοδοξεί να θεραπεύσει τούτο το βιβλίο. Οι συγγραφείς των κειμένων ακολουθούν προσέγγιση συγκριτική, αλλά αποφεύγουν την πολεμική, και λίγων η ματιά είναι κριτική. Μια επιλογή κατανοητή, αρκεί να μην κολακεύεται η αφέλεια του κοινού. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010