Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
4η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΕΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ (2ο μέρος)

Άρθρο: Είδος Άρθρου

4η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΕΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ (2ο μέρος)

4η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΕΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ??Το πολιτικό πρόσωπο του συγγραφέα? και ?Ο Ρόλος του επιμελητή? Η συνάντηση «Εργασίας Νέων Συγγραφέων» έλαβε χώρα στο Ναύπλιο από 24 έως 26 Νοεμβρίου 2006. Την διοργάνωση ανέλαβαν το περιοδικό «να ένα μήλο» από κοινού με το Υπουργείο Πολιτισμού. Το περιοδικό «να ένα μήλο», με εκδότρια την δημοσιογράφο του Βήματος (Βιβλία) Λώρη Κέζα, είναι το πιο νεανικό και επιθετικό λογοτεχνικά περιοδικό. Συνεργάτες του είναι συγγραφείς κάτω των σαράντα και σίγουρα όσοι κρατάνε τα τεύχη του θα έχουν να πούνε πολλά στο μέλλον για την καινούργια φουρνιά που θα προκύψει. Τα θέματα που συζητήθηκαν κατόπιν ατομικών εισηγήσεων είχαν να κάνουν με το πολιτικό πρόσωπο του συγγραφέα, το ιστορικό μυθιστόρημα και τον ρόλο του επιμελητή στην διαδικασία διόρθωσης των βιβλίων. Οι συγγραφείς που συμμετείχαν ήταν και οι βασικότεροι συνεργάτες του περιοδικού: Βασιλική Αλμπάνη,Βασίλης Αμανατίδης, Νίκος Βλαντής, Δημήτρης Γκενεράλης, Ελένη Ζαχαριάδου, Φώτης Θαλασσινός, Κώστας Καβανόζης, Ντίνα Κίτσου, Εύη Λαμπροπούλου, Δημήτρης Μαμαλούκας, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Μάιρα Παπαθανασοπούλου, Γαλάτεια Ριζιώτη, Μαρία Σούμπερτ, Δημήτρης Σωτάκης, Ηλίας Φλωράκης, Θανάσης Χειμωνάς. Δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις καθώς παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της θεματολογίας, των απόψεων που εκφράζουν και φυσικά επειδή προέρχοντaι από «συγγραφείς εν εξελίξει» παραφράζοντας το ?writing in progress?. Συνεχίζουμε με τις εισηγήσεις της Μαρίας Σούμπερτ και του Νίκου Βλαντή. Εισήγηση της Μαρίας Σούμπερτ ΘΕΜΑ: «Το πολιτικό πρόσωπο του συγγραφέα. Έχει σημασία να τοποθετείται ο απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του; Με αφορμή τη σιωπή της παγκόσμιας διανόησης για τον βομβαρδισμό του Λιβάνου και με την παραδοχή του Γκύντερ Γκρας ότι στα νιάτα του υπήρξε μέλος της ναζιστικής νεολαίας». Όταν γράφοντας την εισήγηση αυτή, μιλώντας με μία φίλη μου στο τηλέφωνο, της ανακοίνωσα γεμάτη υπερηφάνια τον τίτλο του θέματος, εκείνη με ρώτησε με καθαρή απορία και αφέλεια: «Γιατί, έχει πολιτικό πρόσωπο ο συγγραφέας;». Φυσικά δεν αναφερόταν στα πιστεύω του, αλλά στην γενικότερη εικόνα που θέλει σήμερα τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους, αποστασιοποιημένους από την καθημερινότητα και την πολιτική, τους θέλει φιγούρες μποέμ, φιγούρες βαριές, χαμένες πίσω από χοντρές τολύπες καπνού, να συζητούν για θέματα διανόησης, και τι εννοούσε ο τάδε λογοτέχνης ή φιλόσοφος λέγοντας αυτό ή κάνοντας το άλλο. Άλλωστε από την περίοδο της μεταπολίτευσης, την εποχή όπου κάθε πτυχή της καθημερινότητας και της τέχνης εκφραζόταν με πολιτικούς όρους, με την άνοδο του πολιτικού λόγου και προσώπου, έχουμε καταλήξει σήμερα σε μια αναλόγως αντίστροφη κατάσταση, κατά την οποία ο συγγραφέας είναι το πλέον α-πολιτικό πρόσωπο. Τις περισσότερες φορές δεν έχει κανένα απολύτως πρόσωπο. Για να μιλήσουμε όμως για την πολιτική, θα πρέπει πρώτα να την ορίσουμε. Με τον όρο πολιτική εννοείται το σύνολο των διαδικασιών, μέσω των οποίων ομάδες ανθρώπων οργανώνονται και λειτουργούν, προκειμένου να λαμβάνουν αποφάσεις και να παρέχουν κατευθύνσεις σε θέματα διοίκησης ή διακυβέρνησης σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Ή αλλιώς όπως έθεσε τον ορισμό ο Μακιαβέλι, περίπου στα 1515: «Πολιτική είναι το σύνολο των μέσων, τα οποία είναι απαραίτητα, προκειμένου να έρθει κανείς στην εξουσία, να κρατηθεί στην εξουσία και να χρησιμοποιήσει με τον ωφελιμότερο τρόπο την εξουσία». Οποιοσδήποτε λοιπόν ασχολείται με την πολιτική, έχει πολιτικό λόγο. Για να προχωρήσουμε έπειτα στην κατάληξη αν ένας συγγραφέας πρέπει να έχει πολιτικό πρόσωπο, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε ποιος είναι ο πρωταρχικός του ρόλος. Σημασία σε πρώτη φάση πρέπει να έχει το έργο του, αλλιώς δεν τον κρίνουμε ως δημιουργό, αλλά ως τον οποιονδήποτε που έχει κάποια άποψη. Μια συνηθισμένη παρεξήγηση είναι άλλωστε και η τάση να δίνουμε περισσότερη σημασία στο άτομο παρά στο έργο του? καλώς ή κακώς η τέχνη σήμερα περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον καλλιτέχνη. Ο συγγραφέας είναι ο ενδιάμεσος της σκέψης και της γραφής. Είναι ο άνθρωπος που ναι μεν καταγράφει μια ιστορία, πόσο κινεί όμως ο ίδιος την ιστορία; Πόσο είναι ο ίδιος πάντα κυρίαρχος της εξέλιξης; Από ένα σημείο και έπειτα η πλοκή, η δράση παίρνει το δικό της δρόμο και εξελίσσεται μόνη της, άρα ο συγγραφέας γίνεται «γραφέας» -κατά τον Μπαρτ-, το μέσο ανάμεσα στην έμπνευση και την γραφή, χωρίς αυτό όμως να τον καταστρατηγεί σαν παρουσία, σαν οντότητα και σαν προσωπικότητα. Κάθε λογοτέχνης γράφει και ακολουθεί μια ιστορία βάση της δικής του εμπειρίας, άρα και της δικής του υπόστασης, αλλιώς όλοι θα μπορούσαν να γράψουν την ίδια ιστορία, με την ίδια αρχή, μέση και τέλος, με τους ίδιους ήρωες. Άρα, πόσο κυρίαρχος είναι σε αυτό το παιχνίδι; Γιατί πρέπει να έχει σημασία η οποιαδήποτε άποψη ενός τέτοιου ανθρώπου; Δεν θα έπρεπε αν έχει κάτι να πει, το εκφράζει μέσα από το έργο του; Γιατί να έχει σημασία ο λόγος του, όταν δεν πρόκειται για έργο; Ας μην εξιδανικεύουμε τη θέση του μετά το πέρας της συγγραφικής δραστηριότητας. Αφ? ης στιγμής τελειώσει ένα έργο του, ότι είχε να πει το είπε. Σπανίως παραμένει απερίσπαστος από την επικαιρότητα, από την καθημερινότητα, ότι και να γράφει, ότι και να θέλει να πει. Το έργο του είναι αυτό που έχει σημασία. Αυτό που θα μείνει και θα μπορεί να επηρεάσει. Μια συνέντευξη, μία κουβέντα είναι λόγια που θα περάσουν, θα ξεχαστούν. Συνεπώς εάν έχει κάτι να πει για όσα συμβαίνουν, μπορεί να βρει τον τρόπο να τα γράψει? ακόμα κι όταν δεν προσπαθεί να περάσει κάποιο μήνυμα, αυτό συνήθως περνάει από μόνο του. Δεν έχει σημασία αν η ιστορία του είναι σύγχρονη ή αν πρόκειται για ένα ιστορικό αισθηματικό δράμα, με βουκολικές στιγμές. Σημασία έχει πως ως συγγραφέας μπορεί και πρέπει να εκφραστεί μέσα από το έργο του, όπως ο Picasso εκφράστηκε με τη Guernica και ο Beethoven με την Ηρωική Συμφωνία. Τώρα μπορούμε πια να αναρωτηθούμε, αν και γιατί πρέπει να έχει ένας συγγραφέας πολιτικό πρόσωπο. Για το θέμα αυτό μπορούν να τεθούν περισσότερα ερωτήματα παρά να δοθούν αρκετές απαντήσεις. Αφενός εξαρτάται από την ίδια την κοινωνία και τη φιλοσοφία της, το αν αντιμετωπίζεται η τέχνη με όρους ηθικούς ή με όρους φαντασίας. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας, τέχνη θεωρείται το αποτέλεσμα μίας δημιουργίας με λογοτεχνικούς και ποιητικούς όρους. Χωράει λοιπόν η πολιτική στην τέχνη; Και εάν χωράει ποιος θέτει το όριο, μέχρι ποιο σημείο είναι αυτόνομη και που γίνεται στρατευμένη; Είναι η πολιτική σκοπός της συγγραφής και της τέχνης; Η πολιτική θέση και άποψη ενός ανθρώπου της τέχνης και της διανόησης είναι ένα θέμα σε πρώτο επίπεδο αυστηρά προσωπικό, όπως και κάθε άλλη άποψή του. Το δημόσιο κομμάτι της «ύπαρξης» και του έργου του είναι η ίδια η δουλειά του. Άρα πρέπει μέσα από αυτήν να παρουσιάζει την πολιτική του θέση. Το αν θα κάνει κάποια δήλωση, έγκειται στο δικαίωμά του ως ανθρώπινης ύπαρξης, και άρα ως εκ φύσεως πολιτικού όντος. Αυτό το δικαίωμα όμως το έχουν όλοι. Πρέπει τότε, να εκφράζεται πολιτικά στα διάφορα μέσα, όταν υπάρχει αφορμή; Από τη μία περιμένουμε από ένα δημόσιο πρόσωπο, και δη του καλλιτεχνικού χώρου, να πάρει θέση απέναντι στα γεγονότα. Πρέπει να αναρωτηθούμε όμως τι περιμένουμε κι εμείς να ακούσουμε. Θα δώσουμε την ίδια σημασία αν μιλήσει για κάποιο πόλεμο, ή αν μιλήσει για το ΙΚΑ, την εφορία και το ΦΠΑ; Και αυτά είναι θέματα πολιτικής, όμως πιστεύω πως θα βαρεθούμε αφόρητα αν κάποιος συγγραφέας αρχίσει να μιλάει για αυτά. Αυτό που ζητάμε τότε είναι κάποιος να πάρει θέση σε θέματα κυρίως ηθικά και λιγότερο καθημερινά και κοντινά σε εμάς. Καλώς ή κακώς ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στο Λίβανο μας σοκάρει, μας τρομάζει και μας εξοργίζει, αλλά δεν το νιώθουμε τόσο καθημερινό και κοντινό όσο το λογαριασμό που θα πρέπει να πληρώσουμε αύριο στην εφορία. Από την άλλη πλευρά τίθεται βέβαια και το εξής ερώτημα: βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία έχει σημασία η πολιτική άποψη του συγγραφέα; Δεχόμαστε ότι περνούμε μια φάση παρακμής, είμαστε σε αναμονή για το γεγονός εκείνο που θα προκαλέσει τις πολιτικοκοινωνικές εκείνες καταστάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα προκαλέσουν προβληματισμούς νέους, άρα και άνοδο στην τέχνη και τη διανόηση. Σε αυτή τη φάση λοιπόν, στο «τέλμα», έχει νόημα να προσδιορίζεται κάποιος ? ο οποιοσδήποτε- πολιτικά; Υπάρχει πολιτική θέση και τι δύναμη έχει; Θέλω να πιστεύω πως και στις χειρότερες δυνατές καταστάσεις κάθε άνθρωπος θα έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να εκφράζεται πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Και ο καλλιτέχνης- λογοτέχνης- διανοούμενος ? όπως προαναφέραμε- τοποθετείται στην κατηγορία όλων των ανθρώπων. Δεν μιλάμε για αυτούς ξεχωριστά, παρά μονάχα αν απευθυνόμαστε τους πέντε-δέκα που μπορούν πράγματι να ζουν από το έργο τους και να επηρεάζουν το ευρύ κοινό με το έργο τους. Οι υπόλοιποι κάνουμε το χόμπι μας, άρα έχουμε τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα όπως κάθε άλλος «κοινός θνητός». Μπορεί κανείς να πει πως θεωρείται απαραίτητο από έναν συγγραφέα με έντονα πολιτική διάθεση στο έργο του να τοποθετηθεί και δημόσια απέναντι στα πολιτικά γεγονότα. Δεν μπορεί όμως να το απαιτήσει κανείς από κάποιον που ουδέποτε έχει θέσει κάποια πολιτική άποψη. Δεν μας αφορά άλλωστε η άποψη ενός ανθρώπου που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με κάποιο θέμα της πολιτικής και της επικαιρότητας, παρά μονάχα όσο μας αφορά και η άποψη της νοικοκυράς που της παίρνουν συνέντευξη στη λαϊκή για τα θέματα ακρίβειας, του πολιτικού μηχανικού που βρίσκεται ανάμεσα σε μπετά και σκαλωσιές ? και βρίζει για την μεταναστευτική πολιτική- και φυσικά των ταξιτζήδων που έχουν άποψη για όλα. Αν μη τι άλλο το τι λέει έκαστος είναι αποκλειστικά και μόνο δική του επιλογή και ευθύνη. Οι λόγοι άλλωστε δημόσιας έκφρασης θα μπορούσαν να είναι πολλοί και διφορούμενοι: οργή και θυμός, αίσθημα αδικίας, ανάγκη κινητοποίησης, ή απλώς επαναφορά στη δημοσιότητα, διαφήμιση. Από εκεί κι έπειτα, πότε πρέπει να εκφράζεται ένας συγγραφέας; Πρέπει να βγαίνει ξαφνικά και να μιλάει όταν υπάρχει μια κρίση; Όταν συμβαίνουν τα αίσχη; Όταν ένα θέμα αρχίσει να παίρνει τρομακτικές διαστάσεις από τα ΜΜΕ ή θα πρέπει να είναι ενήμερος για την επικαιρότητα κάθε στιγμή, να είναι συνεπής κάθε φορά στις θέσεις του, να είναι γνώστης της πολιτικής και της καθημερινότητας; Και αν έλεγε τα αντίθετα απ? όσα ? θέλω να πιστεύω- εκπροσωπούμε, πως καλά κάνουν και βομβαρδίζουν, πως καιρός ήταν να δοθεί ένα πλήγμα στο Ισλάμ, πώς θα το κρίναμε; Θα είχε τοποθετήσει και πάλι την άποψή του και την πολιτική του θέση. Άρα γιατί δε θα ήμασταν ευχαριστημένοι; Μήπως αυτό που τελικά περιμένουμε είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων, με αναγνωρισμένο κύρος, απλώς να πει αυτό που δεν μπορούμε να φωνάξουμε όλοι οι υπόλοιποι, γιατί εμάς τους υπόλοιπους κανείς δε μας ακούει; Φτάνουμε επομένως και στο τελευταίο ερώτημα, το οποίο συνδέεται άμεσα και με το θέμα του Guenter Grass, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου. Επηρεάζει η πολιτική θέση ενός καλλιτέχνη την ποιότητα του έργου του; Το ακυρώνει; Όταν δημιουργείται ξαφνικά ένα θέμα γύρω από το αν ένας συγγραφέας υπήρξε στα νιάτα του μέλος της ναζιστικής νεολαίας και αυτό δημιουργεί σκάνδαλο, οι αιτίες είναι πολλές. Φυσικά δεν μπορεί να έχει σημασία αν ένα παιδί 16 χρονών πήγε στη Waffen SS. Δεν έχει σημασία αν το ίδιο το παιδί πίστευε στα ναζιστικά ιδεώδη ή όχι. Δεν θα μπορούσα επ? ουδενί να ταχθώ υπέρ της κατάστασης εκείνης. Σίγουρα όμως θα πρέπει να την αναλύσουμε με βάση τα ιστορικά γεγονότα προκειμένου να την κρίνουμε και να την κατακρίνουμε και να μην παρασυρόμαστε εύκολα από το συναίσθημα. Σίγουρα είναι μεγάλο πλήγμα για όσους είχαν εξιδανικεύσει τον Grass, το γεγονός πως ως έφηβος ανήκε σε μια πραγματικότητα κατακριτέα. Τότε όμως θα πρέπει οι περισσότεροι να είμαστε κατακριτέοι για όσα έχουμε πει και έχουμε κάνει ?άλλοι με μεγαλύτερες συνέπειες από άλλους- κατά την εφηβεία μας. Από την άλλη αυτό που μπορούμε να αρνηθούμε άμεσα και κατηγορηματικά είναι η ίδια η διαφημιστική θύελλα που ξεκίνησε το «σκάνδαλο» της ναζιστικής εφηβείας του Grass. Το να χρησιμοποιηθεί το γεγονός αυτό ξαφνικά και τόσο έντονα ?με ευθύνη όχι μόνο του συγγραφέα και του εκδοτικού του οίκου, αλλά και των ίδιων των μέσων- είναι εξωφρενικό. Δεν είναι όμως πιο εξωφρενικό από κάθε άλλη προσπάθεια διαφήμισης ενός προϊόντος, το οποίο καλώς ή κακώς δεν απευθύνεται και στο μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών. Τότε όμως μιλάμε με όρους οικομονικούς, με όρους αγοράς. Μιλάμε για προϊόν και καταναλωτή και παρ? ότι αυτή είναι η πραγματικότητα της εκδοτικής ?και συχνά συγγραφικής- δραστηριότητας, θέλω ακόμη να πιστεύω πως ο κόσμος είναι ρόδινος, ο ουρανός γαλάζιος και πως η συγγραφή και έκδοση είναι μια καλλιτεχνική διαδικασία. Κλείνοντας θα ήθελα να πω μονάχα το εξής: Τα παραπάνω είναι ερωτήματα, στα οποία δεν έχω απάντηση. Και αν φαίνεται πως δίνω απαντήσεις, είναι μονάχα για να τα οριοθετήσω κι εγώ στο μυαλό μου, αν και από κάθε προσπάθεια προκύπτουν ακόμη περισσότερα. Όπως όλα σχεδόν τα θεωρητικά ερωτήματα, πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τόσες παραμέτρους, που μερικές φορές τα ίδια τα όρια είναι δυσδιάκριτα ανάμεσα στο τι θα έπρεπε να γίνει και μέχρι ποιο σημείο. Η προσωπική μου άποψή πάντως είναι πως κάθε άνθρωπος ? και περισσότερο κάποιος με επιρροή στην κοινή γνώμη- θα πρέπει να κρίνει και να κατακρίνει τις φρικαλεότητες που γίνονται στο όνομα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και πως το πολιτικό παρελθόν ή παρόν ενός καταξιωμένου από την ίδια την ιστορία καλλιτέχνη- λογοτέχνη- διανοούμενου δεν ακυρώνει το έργο του. Μπορεί να μη μας αρέσει, γιατί δεν θα συμφωνούμε σε αυτά που λέει. Όταν όμως ο χρόνος τον έχει αναγνωρίσει, δεν μπορεί μια στιγμή να τον ακυρώσει. Εισήγηση του Νίκου Βλαντή «Ο ρόλος του επιμελητή. Τον θέλουμε μόνο για τυπογραφικές διορθώσεις και τα ορθογραφικά λάθη ή για να επεμβαίνει σε βαθμό να δίνει οδηγίες για τη δομή ή τη σκιαγράφηση των ηρώων;» 1. Σκιαγράφηση της συζήτησης. Η επιμέλεια και η πράξη δημιουργίας Μιλάμε για το ρόλο του επιμελητή. Το θέμα παρουσιάζεται ως δίλημμα. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκο και βαθύτερο. Η απάντηση σε ένα δίλημμα μπορεί να φαίνεται μονοσήμαντη και απλή, δηλαδή ή το ένα ή το άλλο. Στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα της επιμέλειας και η στάση του συγγραφέα απέναντι στον επιμελητή βρίσκεται στον πυρήνα της «πράξης δημιουργίας», διανοίγει ερωτήματα για τη θέση του δημιουργού ως προς το δημιούργημά του. Ως γενικό περίγραμμα θέτω: ένα ξεχωριστό θέμα είναι οι τυπογραφικές/ ορθογραφικές διορθώσεις. Ένα δεύτερο θέμα που δεν θίγεται στο ερώτημα αλλά θεωρώ πολύ σημαντικό όσον αφορά την επιμέλεια στην Ελλάδα βάσει της εμπειρίας μου είναι οι υφολογικές παρεμβάσεις. Στη συνέχεια, έχουμε δύο «ουτοπικά» ζητήματα σε ό,τι αφορά το πώς δουλεύουν οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι: 1ον αν επεμβαίνει ο επιμελητής στη δομή, και 2ον στη σκιαγράφηση των ηρώων. Από την εμπειρία που έχω και για τα δύο, θα θίξω το καθένα ξεχωριστά. 2. Εξετάζοντας το πρώτο σκέλος: τυπογραφικές/ ορθογραφικές διορθώσεις Ας μιλήσουμε κατ? αρχάς για το πρώτο σκέλος: τυπογραφικές και ορθογραφικές διορθώσεις. Κατ? αρχάς: θεωρώ δεδομένο, σε ό,τι με αφορά, ότι θα γράψω το βιβλίο στο Word. Στη συνέχεια, θα κάνω μια πρωταρχική σελιδοποίηση (παράγραφοι, διάστιχα, εισαγωγικά στους διαλόγους, παύλες κ.ό.κ.), μετά θα περάσω το κείμενο καλού κακού από spell check, να ?ναι καλά η Microsoft, και θα το παραδώσω σ? αυτή τη μορφή στον εκδότη. Έτσι, όταν μιλάμε για το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, τις τυπογραφικές/ ορθογραφικές διορθώσεις, εγώ φέρνω στο νου μου τον διορθωτή που θα επιμεληθεί τη νέα σελιδοποίηση που θα κάνει ο γραφίστας, ώστε να μην υπάρχουν «κουτσές» λέξεις, δηλαδή μία σειρά να μην αποτελείται από μία μόνο λέξη, οι παράγραφοι να είναι σωστές κ.ό.κ. Σε πρώτο επίπεδο, έτσι αντιλαμβάνομαι τις τυπογραφικές διορθώσεις, με τις οποίες σπανίως εκφράζω αντίρρηση. Δίνω βέβαια κατευθύνσεις: πώς θα διαμορφωθούν οι αρχικές σελίδες που χωρίζουν τα μέρη των βιβλίων μεταξύ τους, αν σε κάποια κείμενα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί διαφορετική γραμματοσειρά, πώς τη φαντάζομαι αυτή τη γραμματοσειρά κτλ. Στο δεύτερο επίπεδο, ο επιμελητής θα έχει άποψη για το αν έχω γράψει σωστά μία λέξη, αν πρέπει να απλοποιηθεί κτλ. Π.χ. έχω πέσει πάνω στο δίλημμα η λέξη «βράδυ» με γιώτα ή με ύψιλον και έχω δώσει μάχη να γραφεί με ύψιλον (για την ιστορία: τελικά, γράφτηκε με γιώτα, χωρίς να το προσέξω). Επίσης, το πολύ πολύ ο διορθωτής να μου έχει διορθώσει κάποια ξενική λέξη, να συζητήσουμε αν έχει μεταφερθεί σωστά στα ελληνικά, αν πρέπει να μεταγραφεί, κτλ. Αυτό είναι ένα πρώτο βασικό στάδιο της εργασίας για την προετοιμασία του σώματος του βιβλίου, στο οποίο έχω επιβλέπει τη δουλειά του διορθωτή, και έχω παρεμβληθεί γόνιμα. Σ? αυτό το πεδίο, ο ρόλος του επιμελητή/ διορθωτή είναι χρήσιμος και θεμιτός: π.χ., σε ένα βιβλίο μου, είχα γράψει λάθος τα Starbucks, σε άλλο το ΙΚΕΑ (είμαι καταναλωτικό παιδί?). Στην πρώτη περίπτωση, ο επιμελητής το βρήκε, στη δεύτερη όχι. Επίσης, από συζητήσεις με τους επιμελητές περί τυπογραφικών διορθώσεων, ορθογραφίας, συντακτικού, κτλ., κατάλαβα κατά πόσον εκδοτικοί οίκοι παίρνουν σοβαρά το ρόλο τους τυπώνοντας βιβλία άρα παράγοντας γλώσσα άρα παράγοντας πολιτισμό, και άλλοι όχι. Αυτό με βοήθησε και ως συγγραφέα να γίνω καλύτερος. 3. Η τυπική ελληνική επιμέλεια: υφολογικές παρεμβολές Από κει και πέρα, θα γίνει η δουλειά της επιμέλειας (άσχετα αν σε κάποιους εκδοτικούς οίκους, διορθωτής και επιμελητής ταυτίζονται). Από την εμπειρία μου, στην Ελλάδα, το πολύ πολύ, ο επιμελητής να σου προτείνει επεμβάσεις υφολογικές: να διορθώσει κάποιες εκφράσεις, να σου προτείνει να αλλάξεις μια πρόταση, ένα επίθετο, κτλ., υπό το πρόσχημα της αντικειμενικότητας, της ορθής χρήσης της γλώσσας, της ακριβολογίας, της αλήθειας και λοιπών αφαιρετικών εννοιών. Συμβαίνει πολύ συχνά όταν κάποιος μου θίγει κάποιο λάθος/ πρόβλημα στο βιβλίο μας είναι σαν να με τσιμπάει. Σαν να μου προκαλείται μια ενοχλητική αίσθηση. Πού οφείλεται; Κατά τη γνώμη μου, είναι το ξεκίνημα του «βαπτίσματος» του βιβλίου. Από την ώρα που ως συγγραφέας παραδίδω το βιβλίο στον επιμελητή, συνειδητοποιώ πως δεν είμαι πια στο απυρόβλητο, έχει βγει από το προσωπικό του καταφύγιο και πλέον θα εκτεθώ ποικιλοτρόπως στην κρίση των άλλων. Ασκώντας αυτοκριτική, έχω πλέον την εντύπωση πως συχνά, αυτή η αίσθηση με έχει αποπροσανατολίσει, μου δημιουργήσει αρνητικό συναίσθημα απέναντί στον επιμελητή, με έχει οδηγήσει να θωρακιστώ πίσω από το αναφαίρετο δικαίωμα της έμπνευσης, της λογοτεχνίας, της αυθαιρεσίας, της ελευθερίας και να απορρίψω αβλεπεί ό,τι προτείνει, χωρίς καν να το αναλογιστώ. Από την άλλη, μου έχει περάσει συχνά στο μυαλό μου το εξής, για να δικαιολογήσω τη στάση μου: υπάρχουν πράγματι «αντικειμενικές» διορθώσεις σ? αυτό το πεδίο; Μήπως ο επιμελητής δεν είναι παρά κάποιος που βλέπει τα πράγματα, όπως και τα βιβλία, μέσα από μία συγκεκριμένη οπτική η οποία είναι διαφορετική από τη δική μου, και γι? αυτό το λόγο έτυχε να διαφωνήσω μαζί του; Η ακριβολογία του συγγραφέα πηγάζει από την προσωπική του γλώσσα, και οι λεκτικές, φραστικές του επιλογές έχουν σχέση με τη γενιά του. Σίγουρα θα συμβαίνει και σε σας: οι επιμελητές μου ήταν πάντα πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία από μένα. 4. Οδηγίες για τη δομή του μυθιστορήματος; Αν μιλήσουμε για ακόμη σοβαρότερες διορθώσεις, σε ό,τι αφορά π.χ. τη δομή ενός μυθιστορήματος, ή το πώς χειρίζεται ο συγγραφέας τους ήρωές του, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο θολά. Δεν μου έχει τύχει, δεν νομίζω πως συμβαίνει στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, ωστόσο θα μπορούσαμε να το εξετάσουμε υποθετικά. Σου λέει π.χ. ένας διορθωτής ότι στο τάδε ή το δείνα σημείο, το βιβλίο απλώνεται αναίτια, δεν έχει σωστή δομή. 1ον Αμέσως μπορείς να αντιγυρίσεις το επιχείρημα και τον ρωτήσεις: υπάρχει μια αρχετυπική καθολικά αποδεκτή μυθιστορηματική δομή που πρέπει να υπηρετήσεις με το γραπτό σου; Ποια είναι αυτή; Πού διδάσκεται; Στις σχολές δημιουργικής γραφής; Δηλαδή, έχεις κάνει λάθος στη δομή επειδή είσαι απαίδευτος και δεν έχεις παρακολουθήσει το αντίστοιχο course; 2ον Μπορείς να του παραθέσεις δεκάδες αριστουργήματα των οποίων η δομή χωλαίνει, όχι λόγω ανικανότητος/ ανωριμότητος του συγγραφέα αλλά από άποψη. Π.χ. τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι: το θέτω και ως θέμα συζήτησης, είναι από τα αγαπημένα μου. 5. Οδηγίες για τη σκιαγράφηση των ηρώων; Αυτό επίσης έχω το ακούσει για βιβλίο μου, όχι όμως από επιμελητή αλλά από κριτικό. Αν θα άλλαζα το τέλος, εφόσον μου το είχε πει επιμελητής; Όχι.