Το σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών
ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ στα γραφεία της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας έδιναν και έπαιρναν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 1977. Κάτι πολύ μεγάλο βρέθηκε στην Αλιστράτη. Στο Πετρωτό, μια βραχώδη περιοχή δυτικά της Αλιστράτης, οι ντόπιοι γνώριζαν την ύπαρξη ενός σπηλαίου που ανοιγόταν στο βάθος ενός βαράθρου. Μερικοί τολμηροί κατέβαιναν δεμένοι με σκοινιά και προχωρούσαν για λίγο στον υπόγειο λαβύρινθο. Μιλούσαν για αγάλματα, αφού έτσι τους έμοιαζαν οι σταλαγμίτες, και κρυμμένους θησαυρούς ποιος ξέρει πού, στα έγκατα της Γης. Το 1975 η κοινότητα είχε στείλει έγγραφο στην ΕΣΕ ζητώντας την εξερεύνηση του σπηλαίου. Το Σεπτέμβριο του 1975 η πρώτη αποστολή διαπίστωσε τη σπουδαιότητα του σπηλαίου. Ακολούθησε επίσκεψη Αυστριακών γεωλόγων του Φυσιογραφικού Μουσείου της Βιέννης. Οι Αυστριακοί βρέθηκαν στην περιοχή στο πλαίσιο κοινού ερευνητικού προγράμματος με το εργαστήριο Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ σύντομα οι ξένοι ερευνητές, όπως ανέφεραν στον υπεύθυνο καθηγητή Νίκο Συμεωνίδη, διαπίστωσαν τη σπουδαιότητα του σπηλαίου, συγκαταλέγοντας το στα σημαντικότερα της Ευρώπης. Το Μάιο του 1977 ομάδα της ΕΣΕ με υπεύθυνο τον καθηγητή Νίκο Συμεωνίδη και τους Ε. Τσίμπανη, Γρ. Παπαδόπουλο, Γ. Δηλαρά και Ε. Κωσταντακάτο, φτάνει στο σπήλαιο και αρχίζει τη συστηματική εξερεύνηση και μελέτη του. Παρ' όλο που οι Αυστριακοί είχαν ήδη κάνει μια πρώτη χαρτογράφηση, η ομάδα το χαρτογράφησε ξανά με μεγάλη λεπτομέρεια και συγχρόνως εξερεύνησε νέα τμήματα. Επιστρέφοντας στην ΕΣΕ μας μετέφεραν τον ενθουσιασμό τους για την ομορφιά και το μέγεθος της σπηλιάς. Λίγους μήνες μετά οργάνωσα την πρώτη μου αποστολή στο σπήλαιο, με σκοπό τη φωτογράφηση του και την εξερεύνηση νέων τμημάτων. Από την είσοδο της σπηλιάς (διαστάσεων 3 μ. επί 1,5 μ.) κατεβήκαμε με ανεμόσκαλα μέχρι ένα μικρό πλάτωμα 2 επί 2 μέτρων. Συνεχίσαμε πολύ κατηφορικά για 14 μέτρα μέχρι την είσοδο μιας στοάς (1 επί 1 μέτρο περίπου) και την ακολουθήσαμε κατεβαίνοντας συνεχώς για 22 μέτρα. Η στοά μεγάλωνε συνεχώς, για να καταλήξει σε μια αίθουσα με ύψος κάπου 10 μέτρα. Από εδώ ξεκινούσαν πολλοί διάδρομοι με διάφορες κατευθύνσεις. Αμέσως μετά βρεθήκαμε στον πρώτο μεγάλο θάλαμο με μήκος 100, πλάτος 60 και ύψος 10-20 μέτρα, καταστόλιστο με κολόνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Το σπήλαιο τώρα διακλαδιζόταν προς δύο κύριες κατευθύνσεις: βορειοανατολικά και νοτιοδυτικά. Δύο άλλοι μικρότεροι διάδρομοι, ο ένας με νοτιοανατολική και ο άλλος με βορειοανατολική κατεύθυνση, ξεκινούσαν επίσης από εδώ. Ακολουθήσαμε τη μεγάλη στοά μπροστά δεξιά από τη γαλαρία της εισόδου. Προχωρήσαμε πάνω σε ένα δάπεδο απόλυτα επίπεδο, πρωτόγνωρο για σπήλαιο. Το ύψος της οροφής παρέμενε συνεχώς στα 8-10 μέτρα και μεγάλες αίθουσες διαδέχονταν η μία την άλλη. Πιο κάτω φτάσαμε σ' ένα στένωμα 40 επί 40 εκατοστών, το οποίο περάσαμε έρποντας για 3 μέτρα. Νέοι θάλαμοι με πλούσιο στολισμό ακολούθησαν μέχρι που βγήκαμε σε ένα μεγάλο θάλαμο με τεράστιους σταλαγμίτες, ψηλότερους από 10 μέτρα. Εδώ το σπήλαιο διακλαδιζόταν και πάλι, ενώ ο αριστερός πλόκαμος γυρνούσε προς τα πίσω, με διεύθυνση παράλληλη με αυτή που είχαμε ακολουθήσει. Προχωρώντας προς τα δεξιά αρχίσαμε να ακούμε το θόρυβο από το πέταγμα και το τιτίβισμα νυχτερίδων, για να φτάσουμε σε λίγο στη μεγαλύτερη αποικία που έχω αντικρίσει. Ψηλά στην οροφή εκατοντάδες νυχτερίδες κρέμονταν σαν βαρυφορτωμένα τσαμπιά και από κάτω υψώνονταν τρεις μεγάλοι λόφοι από γουανό (την κοπριά τους) που μας έκοβαν το δρόμο. Για να περάσουμε, αναγκαστήκαμε να βυθιστούμε μέχρι τα γόνατα σ' αυτούς τους λόφους, στην επιφάνεια των οποίων έτρεχαν δεκάδες σπηλαιόβια έντομα. Τα φώτα μας ενόχλησαν τις νυχτερίδες, που άρχισαν να πετούν τριγύρω με δυνατές στριγκλιές. Μακριά από τα βλέμματα των επισκεπτών, στο τέλος τον πλοκάμου του σπηλαίου που δεν είναι τουριστικά αξιοποιημένο, προβάλλει μια αίθουσα με πρωτότυπους σταλαγμίτες. Λεπτοί μέχρις ενός σημείου οι σταλαγμίτες αυτοί αποκτούν μια φαρδιά λευκή "φούστα" από το σταλαγμιτικό υλικό, το οποίο αποτίθεται καθώς το νερό υπερχειλίζει μέσα από τις ρωγμές που δημιουργούνται εξαιτίας τεκτονικών κινήσεων. Παρακάτω ο διάδρομος έστριβε αριστερά και ακολουθούσε βορειοδυτική κατεύθυνση. Συνεχίσαμε ανάμεσα από φράγματα μεγάλων σταλαγμιτών και πιο κάτω ένας πλόκαμος στα αριστερά μας έμοιαζε να γυρίζει προς τα πίσω. Μικρές αίθουσες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί, ήταν γεμάτες εκκεντρίτες όλων των σχημάτων. Τα δαιδαλώδη περάσματα μας αποπροσανατόλισαν προς στιγμήν ώσπου βρεθήκαμε πίσω, στον κεντρικό διάδρομο. Προχωρώντας φτάσαμε σε ένα βράχο που έφραζε το δρόμο μας. Μόλις τον προσπεράσαμε, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα τεράστιο σύμπλεγμα σταλαγμιτών, που αργότερα το ονομάσαμε «Φλόγες». Ο λόγος ήταν ότι σε μια φωτογραφία το φως από τις ασετιλίνες μας αποτυπώθηκε κόκκινο στο φιλμ και οι σταλαγμίτες έμοιαζαν σαν φλόγες που ξεπηδούσαν από το δάπεδο του σπηλαίου. Η ονομασία «Φλόγες» παρέμεινε έως σήμερα και οι οδηγοί στην τουριστική διαδρομή τη χρησιμοποιούν, χωρίς ίσως να γνωρίζουν από πού προήλθε. Εδώ, η κεντρική στοά έστριβε βόρεια και συνέχιζε με μια αίθουσα μήκους 70 μέτρων. Στο μέσο της δεξιά ξεκινούσε ένας ανηφορικός διάδρομος. Κάποιοι από την ομάδα που ανέβηκαν μας πληροφόρησαν αργότερα ότι συνεχιζόταν αρκετά, αλλά χρειαζόταν περαιτέρω εξερεύνηση. Στο τέλος της αίθουσας συναντήσαμε ένα από τα πιο μεγαλόπρεπα σταλακτιτικά συμπλέγματα. Αμέσως μετά, το επίπεδο δάπεδο έδινε τη θέση του σε ανώμαλο έδαφος, όπου πεσμένες κολόνες δημιουργούσαν εμπόδια. Πολύ λίγοι είναι αυτοί που έχουν αντικρίσει τις καταστόλιστες αίθουσες στα μη επισκέψιμα τμήματα του σπηλαίου, εκεί που κανείς χρειάζεται να περάσει έρποντας μέσα από στενά περάσματα για να ξαναγεννηθεί σε έναν κόσμο απίστευτης ομορφιάς. Η σπηλιά συνεχιζόταν το ίδιο επιβλητική και ο διάκοσμος πιο λαμπερός λόγω της αυξημένης υγρασίας και της απουσίας, γουανό, το οποίο δρα διαβρωτικά. Το ύψος της οροφής ξεπερνούσε τα 20 μέτρα, ενώ ψηλά στα τοιχώματα διακρίνονταν απρόσιτες γαλαρίες. Οι πιο ικανοί αναρριχητές της ομάδας κατάφεραν ν' ανεβούν σε αρκετές από αυτές, εξερευνώντας πανέμορφα στολισμένα τμήματα. Η πορεία μας κατέληξε σε ένα φράγμα από τεράστιους ογκόλιθους. Ανεβήκαμε πάνω τους, 20 μέτρα ψηλά μέχρι ένα μικρό τούνελ κοντά στην οροφή, αλλά δεν υπήρχε συνέχεια. Η μορφολογία του χώρου μάς δημιούργησε την εντύπωση ότι το σπήλαιο συνεχιζόταν πίσω από την τεράστια κατολίσθηση. Δεν είχαμε άδικο. Πρόσφατες γεωδαιτικές μελέτες από Αυστριακούς επιστήμονες έδειξαν ότι το έγκοιλο συνεχίζεται με μια τεράστια αίθουσα που δεν έχει όμως καμία πρόσβαση. Στη σκέψη του απρόσιτου σπηλαίου η φαντασία μας καλπάζει σε μαγευτικά τμήματα, απομονωμένα για εκατομμύρια χρόνια, όπου μόνο μια τεχνητή διάνοιξη μπορεί να μας οδηγήσει. Αυτή η περιέργεια να μάθουμε τα μυστικά που κρύβει η Γη στα σωθικά της είναι που μαγεύει εμάς τους σπηλαιολόγους και μας ωθεί στα έγκατα της αψηφώντας τους κινδύνους. Στην εποχή μας, που ακόμη και οι πιο ψηλές κορφές ή οι πιο δύσβατες ζούγκλες πατήθηκαν από τον άνθρωπο, μόνο ο σπηλαιολόγος έχει την ελπίδα να περπατήσει σ' έναν τόπο για πρώτη φορά. Και αυτό δεν είναι λίγο. ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ προς την είσοδο, πίσω από τις «Φλόγες», αφήσαμε τον κεντρικό διάδρομο και ανεβήκαμε στην αρχή μιας γαλαρίας με νότια διεύθυνση. Ο πρώτος θάλαμος, με λεπτές στρώσεις ασβεστόλιθου στα τοιχώματα, συνέχιζε με χαμηλή οροφή περίπου 1 μέτρο μέχρι ένα θάλαμο με λευκό στολισμό. Αριστερά, υπήρχε άλλος ένας μικρός θάλαμος 2 επί 3 μ., γεμάτος εκκεντρίτες. Ακολουθούσαν άλλοι μικροί θάλαμοι με τον ίδιο εντυπωσιακό διάκοσμο. Στην αρχή της στοάς, αφού περάσαμε έρποντας από μια στενή οπή για 3 μέτρα, φτάσαμε σε ένα θάλαμο με μικρές λίμνες στο δάπεδο, γεμάτες κρυστάλλους που λαμπύριζαν στα φώτα μας. Σ' αυτό το τμήμα συναντήσαμε τον πιο εντυπωσιακό διάκοσμο όλου του σπηλαίου. Αφού βγήκαμε από τα στενά αλλά παραμυθένια αυτά τμήματα, κατεβήκαμε στις «Φλόγες» και επιστρέψαμε στο σταυροδρόμι μετά τους λόφους του γουανό για να κατευθυνθούμε αυτή τη φορά προς τα δεξιά, ακολουθώντας τον παράλληλο διάδρομο προς αυτόν που ήρθαμε. Τεράστιοι σπειροειδείς σταλακτίτες κρέμονταν από την οροφή. Πιο κάτω βρεθήκαμε σε μια τεράστια αίθουσα με μήκος 100 και πλάτος 40 μέτρα, διάσπαρτη με κολόνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Καθώς περιπλανιόμασταν σ' αυτή, αντικρίσαμε ένα μεγάλο βράχο που κάτι μας θύμιζε. Κοιτώντας καλύτερα, καταλάβαμε ότι είχαμε βρεθεί κοντά στην είσοδο. Έκτοτε το χαρακτηριστικό σχήμα του βράχου χρησίμευε σαν σημάδι προς την έξοδο, αφού στο λαβύρινθο της μεγάλης αίθουσας ήταν εύκολο να χάσεις τον προσανατολισμό σου. Είχαμε διασχίσει το μεγαλύτερο τμήμα του σπηλαίου στη βόρεια κατεύθυνση. Μας έμενε το νότιο τμήμα. Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ από τη μεγάλη αίθουσα συνέχιζε νοτιοδυτικά το ίδιο επίπεδος αλλά λιγότερο πλατύς. Η κωνική στην αρχή οροφή μάς έδινε την εντύπωση πως βρισκόμαστε για προσκύνημα σε καθεδρικό ναό. Στο διάβα μας μια κυκλική αίθουσα με στενά περάσματα στο ανατολικό της τμήμα μάς οδήγησε σε στενότερη γαλαρία, με την οροφή να χαμηλώνει σταδιακά. Αφού φτάσαμε σ' ένα σταλαγμιτικό φράγμα και περάσαμε έρποντας από ένα στενό πέρασμα, βρεθήκαμε σ' ένα χώρο όπου οι διάσπαρτες σταλαγμιτικές κολόνες είχαν μια χαρακτηριστική διεύρυνση στη μέση, κάτι σαν δίσκο. Ό,τι χρώμα και να είχαν οι κολόνες στο πάνω τμήμα τους, γίνονταν κατάλευκες κάτω από αυτόν το δίσκο. Ήταν τόσο πολλές, που το μέρος έμοιαζε πραγματικά με λαβύρινθο. Ένας χαρακτηριστικός σχηματισμός τράβηξε την προσοχή μας. Έμοιαζε με σώμα από τη μέση και κάτω, γι' αυτό και η προηγούμενη αποστολή τον είχε ονομάσει «Παντελονάκια». Από τότε με αυτή την ονομασία οριοθετούμε και το σύμπλεγμα των αιθουσών σ' αυτό το τμήμα της σπηλιάς. Η αίθουσα έμοιαζε να κλείνει τριγύρω χαμηλώνοντας σταδιακά, εκτός από μια τρύπα που με δυσκολία χωρούσε το σώμα μας. Περάσαμε συρτά και βρεθήκαμε στο λαμπρότερο τμήμα από όσα είχαμε επισκεφθεί ως τότε. Όλος ο διάκοσμος από κολόνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες ήταν κατάλευκος και στιλπνός όσο πουθενά αλλού. Η αίθουσα, περίπου κυκλική με ύψος 5-6 μέτρα, έκρυβε εκπλήξεις σε κάθε γωνιά. Το σπήλαιο έδινε την εντύπωση ότι τέλειωνε φυσικά σ' αυτό το σημείο, με αυτό τον εντυπωσιακό τρόπο, λες και μας επιφύλασσε το καλύτερο για το τέλος. Την πρώτη μέρα περιδιαβαίναμε το τεράστιο σπήλαιο χωρίς να τραβήξουμε ούτε μια φωτογραφία. Την επομένη, αφού προβληματιστήκαμε αρκετά από πού να αρχίσουμε, ξεκινήσαμε τη φωτογράφηση. Ο φωτογραφικός μου εξοπλισμός ήταν τότε πρωτόγονος σε σχέση με τον σημερινό και η εμπειρία μου ελάχιστη. Παρ' όλα αυτά, ήταν αρκετός για να μπορέσουν οι ντόπιοι να θαυμάσουν τον υπόγειο κόσμο του Πετρωτού, όταν, μία εβδομάδα μετά, προβάλαμε τις διαφάνειες σε μια πλατεία της Αλιστράτης. Τους αμέσως επόμενους μήνες ακολούθησαν αρκετές αποστολές, στις οποίες συμμετείχαν πολλά μέλη της ΕΣΕ, καθώς και ο αείμνηστος Κώστας Κουντουράς και ο γραμματέας της κοινότητας Αλιστράτης Κ. Πετρίδης. Σε κάθε αποστολή, εκτός από τη φωτογράφηση, εξερευνούσαμε συνεχώς νέα τμήματα το σπήλαιο έμοιαζε ατελείωτο. Σκαρφαλώνοντας ψηλά ή έρποντας σε στενά περάσματα, νέες αίθουσες ανοίγονταν μπροστά μας. Ένας υπέροχος υπόγειος κόσμος κρυβόταν στα σωθικά της Αλιστράτης. Το σπήλαιο διανοίχτηκε πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια μέσα στα μάρμαρα που συναντάμε στην περιοχή. Τα σημάδια στα τοιχώματα του φανερώνουν την παρουσία νερού που έρεε αργά μέσα στο σπήλαιο. Πρόκειται για ελλειψοειδή κοιλώματα και από το σχήμα τους μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για την ταχύτητα και τη διεύθυνση του νερού. Είναι πιθανό, πριν από 6-10.000.000 χρόνια, δύο λίμνες, μία βόρεια και μία νότια του Πετρωτού, να επικοινωνούσαν μέσω του σπηλαίου. Τα νερά έρεαν αργά από τη βόρεια προς τη νότια λίμνη. Αργότερα, με τη διάνοιξη του φαραγγιού του ποταμού Αγγίτη που βρίσκεται κοντά στο σπήλαιο, η στάθμη των νερών κατέβηκε και το σπήλαιο στέγνωσε. Τα νερά διοχετεύθηκαν στο φαράγγι και η βόρεια λίμνη ξεράθηκε. Στη δημιουργία τόσο μεγάλου σπηλαίου συνέβαλαν η υψηλή διαλυτότητα των μαρμάρων και τα πλούσια σε διοξείδιο του άνθρακα νερά των λιμνών. Τα νερά διάνοιξαν το σπήλαιο κατά μήκος μεγάλων διακλάσεων (ρωγμών) που διατρέχουν την ασβεστολιθική μάζα του Πετρωτού. Στην αρχή ήταν στενές σχισμές που μέσα τους έρεε το νερό υπό πίεση. Ο συνδυασμός της μηχανικής με τη χημική διάβρωση, όμως, διεύρυνε τα περάσματα, ενώ στη διάρκεια των εκατομμυρίων χρόνων αυτά πήραν τη μορφή γαλαριών. Τα προϊόντα της διάβρωσης άρχισαν να συσσωρεύονται στον πυθμένα του σπηλαίου κυρίως με τη μορφή της ερυθρογής. Λεπτές πλακοειδείς ασβεστολιθικές αποθέσεις στα τοιχώματα μαρτυρούν διαφορετικές στάθμες του νερού σε ξηρότερες ή υγρότερες περιόδους. Η δημιουργία τους προδίδει μια πολύ αργή ροή, η οποία επέτρεπε την εναπόθεση του εν διαλύσει ανθρακικού ασβεστίου στα τοιχώματα. Πετρωμένοι καταρράκτες στολίζουν τις υπόγειες αίθουσες, απομεινάρια της εποχής που το σπήλαιο ήταν ακόμα ζωντανό και οι σπηλαιοαποθέσεις μια δραστηριότητα που βρισκόταν σε εξέλιξη. Με την πάροδο των χρόνων, την αλλαγή του κλίματος και την ελάττωση των βροχοπτώσεων στην περιοχή του σπηλαίου της Αλιστράτης έχει σταματήσει και ο σχηματισμός σταλαγμιτών και σταλακτιτών. Πάνω από την επιφάνεια του νερού, στην οροφή και τα τοιχώματα, άρχισαν να σχηματίζονται σταλακτίτες. Όταν τα νερά εγκατέλειψαν το σπήλαιο, στο δάπεδο, πάνω στα ιζήματα, η σταγονορροή άρχισε να δημιουργεί σταλαγμίτες. Το σπήλαιο ήταν ζωντανό (έτσι ονομάζουμε τα σπήλαια στα οποία η δημιουργία σταλακτιτών και σταλαγμιτών είναι ενεργή). Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το σπήλαιο είναι υγρό, ενώ τα σπηλαιοαποθέματα είναι λαμπερά και μεγαλώνουν συνεχώς με ρυθμό που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, με κυριότερο την έντονη σταγονορροή. Το κλίμα της περιοχής στη διάρκεια της δημιουργίας του σπηλαίου άλλαξε πολλές φορές. Θερμές και υγρές περίοδοι εναλλάσσονταν με ξηρές και ψυχρές. Η αύξηση της θερμοκρασίας ευνόησε τη διάλυση των ασβεστόλιθων και τη δημιουργία σταλακτιτών. Παράλληλα οι έντονες βροχοπτώσεις που συνήθως συνοδεύουν τις θερμές περιόδους συνέτειναν στην ανάπτυξη δασών στην περιοχή. Τα νερά της βροχής εμπλουτίζονταν με διοξείδιο του άνθρακα και λειτουργώντας έτσι σαν ασθενές ανθρακικό οξύ διέλυαν το μάρμαρο περνώντας μέσα από στενές σχισμές που ονομάζονται λεπτοκλάσεις. Το αδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο μετατράπηκε σε διαλυτό δισόξινο ανθρακικό. Μόλις το νερό έφτασε στην οροφή του σπηλαίου, με την πτώση της μερικής πίεσης, απέβαλε το διοξείδιο του άνθρακα, ενώ το ίζημα κρυσταλλώθηκε δημιουργώντας αρχικά τους σταλακτίτες, και στο σημείο που έπεφτε ό,τι έχει απομείνει από τη σταγόνα σχημάτισε τους σταλαγμίτες. Η διαδικασία αυτή επιβραδύνθηκε στις ψυχρές και ξηρές περιόδους χωρίς όμως να σταματήσει. Στην τελευταία παγετώδη περίοδο που ονομάζεται Βούρμιος, οι πάγοι είχαν καλύψει όλο το βόρειο τμήμα της Ευρώπης. Στο Βέρμιο και τον Παρνασσό, εκεί που σήμερα βρίσκονται τα χιονοδρομικά κέντρα, είχαμε παγετώνες. Τότε, πριν από 300.000 χρόνια περίπου, το κλίμα στην περιοχή της Αλιστράτης ήταν ψυχρό και ξηρό, όπως είναι σήμερα στις ρωσικές στέπες. Η ανάπτυξη των σταλακτιτικών αποθεμάτων στο σπήλαιο πρέπει να σταμάτησε εκείνη την περίοδο. Όπως και πριν από 20.000 χρόνια περίπου, όταν τα νερά των θαλασσών ήταν δεσμευμένα από τους παγετώνες, έπεσαν 120 μέτρα χαμηλότερα από τη σημερινή στάθμη. Σήμερα ο διάκοσμος του σπηλαίου στο μεγαλύτερο τμήμα του διαβρώνεται. Αυτό οφείλεται στην αποψίλωση των δασών και στη μείωση των βροχοπτώσεων στην περιοχή. Φουντωτές κρυστάλλινες μπάλες και πυκνές αφράτες μάζες από ανθρακικό ασβέστιο έχουν κρυσταλλωθεί στο ρομβικό σύστημα. Ιδιαίτερα διαβρώθηκαν τα τμήματα κοντά στη φυσική είσοδο από τη συσσώρευση στρώματος γουανό στο δάπεδο του σπηλαίου. Το νίτρο που παράγει το γουανό είναι ο σημαντικότερος παράγοντας διάβρωσης των σπηλαιοαποθεμάτων. Η διάνοιξη επίσης της τεχνητής εισόδου οδήγησε στην αποξήρανση του κεντρικού τμήματος του σπηλαίου, καθώς δημιουργήθηκε ρεύμα αέρα ανάμεσα στη φυσική και την τεχνητή είσοδο. Με βάση τις μελέτες του βιολόγου Καλουστ Παρακαμιάν, μαθαίνουμε ότι υπάρχει κάποια χλωρίδα στο σπήλαιο, η οποία συγκεντρώνεται κοντά στην είσοδο, με μόνη εξαίρεση κάποια βλαστημένα σπέρματα που βρέθηκαν στην περιοχή των λόφων του γουανό. Αυτά μεταφέρθηκαν εκεί από διάφορα ζώα και πιθανόν οι βιοχημικοί μηχανισμοί φύτρωσης είχαν ενεργοποιηθεί όταν ακόμα ήταν έξω από το σπήλαιο. Όσο για την πανίδα του σπηλαίου, αυτή είναι εξαιρετικά πλούσια και στηρίζεται κυρίως στην άφθονη οργανική ύλη με τη μορφή περιττωμάτων των νυχτερίδων, που αποτελεί τη βάση της τροφικής αλυσίδας. Μελετήθηκαν 44 είδη ζώων, από τα οποία 13 είναι σπονδυλόζωα και τα υπόλοιπα ασπόνδυλα. Εκτός από το ενδημικό ισόποδο Alistratia beroni, τρία ακόμη τρωγλόβια είδη (ένα ισόποδο, ένα δίπλουρο και ένα γαστερόποδο) μάλλον είναι κι αυτά ενδημικά, δηλαδή ζουν αποκλειστικά στο σπήλαιο της Αλιστράτης. Εντυπωσιακοί όσο και σπάνιοι, κάποιοι έγχρωμοι ελικτίτες ξεφυτρώνουν άναρχα από τα τοιχώματα του σπηλαίου. Έγχρωμοι ελικτίτες στην Ελλάδα υπάρχουν σε φυσικά κοιλώματα στα αρχαία ορυχεία του Λαυρίου και της Καβάλας. Στο Λαύριο βρίσκουμε μπλε και πράσινους, καθώς χρωματίζονται από ορυκτά του χαλκού και του ψευδάργυρου. Στα αρχαία ορυχεία τον Ζυγού Καβάλας υπάρχουν μαύροι ελικτίτες, χρωματισμένοι από τα ορυκτά του μαγγανίου. Το μήκος τους κυμαίνεται από ένα χιλιοστό μέχρι και 4 μέτρα, όπως συμβαίνει με τους ελικτίτες από γύψο στο σπήλαιο Λετσουγκίλα του Νέου Μεξικού. Αν και παρατηρήθηκαν 6 είδη νυχτερίδων, σήμερα ο πληθυσμός τους έχει σχεδόν εξαλειφθεί, καθώς έχουν τοποθετηθεί κάγκελα στη φυσική είσοδο. Την εποχή που το σπήλαιο μελετήθηκε για πρώτη φορά οι συγκεντρώσεις γουανό φιλοξενούσαν πολλά κολεόπτερα, διπλόποδα, αράχνες και δίπτερα. Οι πιο πρόσφατες παρατηρήσεις, όμως, δείχνουν ότι η πανίδα του σπηλαίου μειώθηκε δραματικά μετά την τουριστική διευθέτηση και περιορίστηκε κυρίως στα μη επισκέψιμα τμήματα. Αυτή είναι μία από τις πολλές αρνητικές επιδράσεις στο περιβαλλόντων σπηλαίων από την τουριστική τους αξιοποίηση. Σήμερα ο διάδρομος στον οποίο ξεναγούνται οι επισκέπτες διατρέχει το 60% περίπου του συνολικού μήκους του σπηλαίου. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ μόνο οι ζωντανοί οργανισμοί που ευημερούν στα μη επισκέψιμα τμήματα. Ακόμα και ο διάκοσμος είναι πιο εντυπωσιακός και διατηρείται ανέπαφος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανακρυσταλλώσεις (ελικτίτες) που υπάρχουν σε μεμονωμένα τμήματα, κυρίως υψηλότερα από τον κεντρικό διάδρομο. Οι εκκεντρίτες ή ελικτίτες είναι ένα περιστρεφόμενο σπηλαιοαπόθεμα που αναπτύσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας. Οι πρώτοι εξερευνητές που τους περιέγραψαν (Dolley 1886 - Collet 1878) τους συνέκριναν με τα φιδίσια μαλλιά της Μέδουσας. Αναπτύσσονται κυρίως στην οροφή, τα τοιχώματα και επάνω σε άλλες σπηλαιοαποθέσεις, και πιο σπάνια στο δάπεδο. Συνήθως αποτελούνται από ασβεστίτη, αλλά μπορεί να δημιουργούνται από αραγωνίτη, γύψο, ανυδρίτη και άλλα υλικά. Οι ελικτίτες που αναπτύσσονται από το δάπεδο ονομάζονται ελιγμίτες. Συχνά είναι λευκοί, αλλά τους βρίσκουμε και σε διάφορα χρώματα, π.χ., πράσινους, μπλε, γκρίζους, μαύρους κ.λ.π. ΚΑΘΩΣ ο επισκέπτης διασχίζει το σπήλαιο της Αλιστράτης και θαυμάζει τους τεράστιους σταλακτίτες που κρέμονται από την οροφή, κάποιοι με σχήμα σπειροειδές τραβούν την προσοχή του. Η δημιουργία αυτών των μορφών σπηλαιοαποθεμάτων αποδόθηκε κατά καιρούς από τους ερευνητές σε διάφορες αιτίες, όπως οι κινήσεις της Γης, η φυγόκεντρος, η μετάπτωση του άξονα περιστροφής της Γης και οι κατακλυσμικές αλλαγές της γήινης πολικότητας. Ίσως όμως μια μορφή πολύ μικρών σταλακτιτών που ονομάζονται «σπαθίτες» στη διεθνή ορολογία, αποτελεί την απαρχή της δημιουργίας των τεράστιων σπειροειδών σταλακτιτών. Ο σπαθίτης είναι μια μορφή σωληνοειδούς σταλακτίτη που αποτελείται κυρίως από κρυστάλλους αραγωνίτη και όχι ασβεστίτη, όπως οι περισσότεροι σταλακτίτες. Σχηματίζεται από μικρούς κωνοειδείς κρυστάλλους σε σχήμα πετάλου, με την κορυφή του κάθε κατώτερου κώνου να φωλιάζει στη βάση του ανώτερου. Καθώς οι αραγωνιτικοί σχηματισμοί είναι συνήθεις στο σπήλαιο της Αλιστράτης, είναι πολύ πιθανό την απαρχή της δημιουργίας των μεγάλων συστρεφόμενων σταλακτιτών να αποτέλεσε ένας μικρός σπαθίτης που με την πάροδο των χιλιετιών έδωσε το χαρακτηριστικό σπιράλ σχήμα. Όλοι οι ελικτίτες ανεξάρτητα από τη μορφή τους έχουν στο εσωτερικό τους ένα λεπτό κανάλι από όπου περνά το νερό. Ήδη από το 1655 έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για τους μηχανισμούς ανάπτυξης τους. Φαίνεται πως για την αρχή της δημιουργίας των ελικτιτών απαιτείται μια επιφάνεια σε πορώδη βράχο, συνήθως καλυμμένη από ένα λεπτό στρώμα ανθρακικού ασβεστίου. Η υδροστατική πίεση ωθεί διάλυμα έξω από κάποιον πόρο του βράχου ή του επιχρίσματος και η πτώση της μερικής πίεσης με αποβολή διοξειδίου του άνθρακα οδηγεί στην εναπόθεση ενός λεπτού στρώματος ανθρακικού ασβεστίου γύρω από τον πόρο. Οι κλιματικές συνθήκες στην περιοχή όπου ανοίγεται ένα σπήλαιο παίζουν καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό των σπηλαιοαποθεμάτων. Στα ψυχρά κλίματα δεν υπάρχουν καθόλου σταλακτίτες και σταλαγμίτες, κι έτσι στα σπήλαια των αυστριακών Άλπεων ο μόνος διάκοσμος αποτελείται από πάγο. Αντίθετα, στις τροπικές περιοχές με τις υψηλές θερμοκρασίες και την αυξημένη υγρασία τα σπηλαιοαποθέματα παίρνουν συχνά γιγάντιες διαστάσεις. Στο σπήλαιο της Αλιστράτης, όπου η θερμοκρασία είναι σχετικά υψηλή, γύρω στους 17 βαθμούς Κελσίου, και η υγρασία κυμαίνεται στο 90%, τα άφθονα νερά που συγκεντρώνονται στα κοιλώματα στις υγρές περιόδους γέννησαν εντυπωσιακούς κρυστάλλους που αποκαλύφθηκαν όταν τα νερά εξατμίστηκαν. Η μελέτη μεγάλων σταλακτιτών που αποκολλήθηκαν από την οροφή και τώρα βρίσκονται στο δάπεδο του σπηλαίου δείχνει ότι στο κέντρο της βάσης ενός σταλακτίτη, στο σημείο που ξεκίνησε η δημιουργία του πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, οι κρύσταλλοι γύρω από το κέντρο έχουν το χαρακτηριστικό βελονοειδές σχήμα του αραγωνίτη, γεγονός που επιβεβαιώνει τη θεωρία ότι η απαρχή του τεράστιου σταλακτίτη ήταν ένας μικρός συστρεφόμενος σπαθίτης. Πόσα χρόνια χρειάστηκαν όμως ώστε ο μικρός σταλακτίτης των 5 εκ. να γίνει ο γίγαντας των 4-5 ή 6 μέτρων; Η συνήθης απάντηση είναι ότι χρειάζονται εκατομμύρια χρόνια, ενώ η σωστή είναι ότι αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που χαρακτήριζαν το συγκεκριμένο τόπο στο παρελθόν. Ο ρυθμός της σταγονορροής από την οροφή αλλάζει συνεχώς. Έτσι ένας σταλακτίτης είναι ενεργός για ορισμένα χρόνια και ανενεργός για τα επόμενα εκατοντάδες χρόνια ή κάποιος άλλος μεγαλώνει συνεχώς, ενώ ο διπλανός του είναι εντελώς ανενεργός. Πολλοί μελετητές προσπάθησαν να μετρήσουν την αύξηση των σπηλαιοαποθεμάτων σε τεχνητές στοές, όμως αυτή η σύγκριση από το παρόν στο παρελθόν δεν είναι αξιόπιστη. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότεροι σταλακτίτες που βρίσκουμε στα σπήλαια σχηματίστηκαν κατά το δεύτερο μισό του Πλειστόκαινου, δηλαδή σε λιγότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια. Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα για το πόσα χρόνια χρειάστηκαν οι τεράστιοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες του σπηλαίου της Αλιστράτης για να σχηματιστούν, είναι δεκάδες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια και όχι εκατομμύρια. Πέτρινα τσαμπιά, σπαθιά από ασβεστίτη, βαριά παραπετάσματα: ο χαρακτηριστικός διάκοσμος που αναπτύσσεται στα τοιχώματα του σπηλαίου κατά μήκος της τουριστικής διαδρομής χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια συνεχούς σταγονορροής για το σχηματισμό του. Ο υπολογισμός του ρυθμού με τον οποίο αναπτύσσονται τα αποθέματα ενός σπηλαίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Διαφορετικοί σταλαγμίτες από ευρωπαϊκά σπήλαια έχουν δώσει ρυθμούς ανάπτυξης από 0,01 έως 0,05 χιλιοστόμετρα το χρόνο, ενώ άλλοι υπολογισμοί έδωσαν μέσο όρο ανάπτυξης τα 3,7 χιλιοστόμετρα ετησίως. Τέτοιοι ρυθμοί όμως έχουν μόνο στατιστική αξία και μπορούν να οδηγήσουν σε εσφαλμένα αποτελέσματα. Κάποιοι επιστήμονες προσπαθούν να υπολογίσουν την ηλικία των σπηλαιοαποθεμάτων μετρώντας τους δακτυλίους εναπόθεσης, όπως συμβαίνει και με τους δακτυλίους ανάπτυξης στα δέντρα, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα. Η χρονολόγηση ενός συγκεκριμένου ευρήματος στο σπήλαιο της Αλιστράτης μπορεί να μας δώσει εικόνα για το πότε ο άνθρωπος άρχισε να το επισκέπτεται για πρώτη φορά. Οι πρώτες εξερευνητικές αποστολές εντόπισαν κοντά στην είσοδο, μέσα στο σπήλαιο, ορισμένα αγγεία που φανερώνουν την περιοδική επίσκεψη των ανθρώπων ή ακόμη και την κατοίκηση του στο πρόσφατο παρελθόν. Στην τελευταία όμως επίσκεψη μου ο Αυστριακός καθηγητής Ζέεμαν (από τους πρώτους εξερευνητές και μελετητές του σπηλαίου) μου έδειξε δυο σταλαγμίτες σε σχήμα Τ δίπλα στο διάδρομο. Ήταν μικροί σε μέγεθος (περίπου ένα μέτρο) και το επάνω οριζόντιο τμήμα (60 εκ. περίπου) κολλημένο με σταλακτιτικό υλικό στο κάθετο. Μου μετέφερε την πεποίθηση του ότι κάποιοι άνθρωποι πρέπει να τοποθέτησαν τα οριζόντια κομμάτια επάνω στους σταλαγμίτες (ενδεχομένως για να οριοθετήσουν τη συγκεκριμένη περιοχή) και αυτά με τον καιρό προσκολλήθηκαν. Σταλαγμίτες με σχήμα σταυρού είναι πολύ σπάνιοι. Υπάρχει ένας στο σπήλαιο Περάματος των Ιωαννίνων και ένας στο βυθό της λίμνης του σπηλαίου «Σαμωνά» στην Κρήτη. Αυτός του σπηλαίου Περάματος προήλθε ενδεχομένως από ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ αυτός του Σαμωνά είναι δημιούργημα της φύσης, καθώς η είσοδος του αποκαλύφθηκε τυχαία κατά τις εργασίες διάνοιξης ενός δρόμου. Εάν αυτοί του σπηλαίου της Αλιστράτης είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης, η χρονολόγηση του σταλακτιτικού υλικού που ενώνει τα δύο κομμάτια θα μας φανερώσει πόσο παλιά είναι η παρουσία του ανθρώπου στο σπήλαιο. Τα τελευταία χρόνια οργάνωσα πολλές αποστολές με σκοπό τη φωτογράφηση και την περαιτέρω εξερεύνηση του σπηλαίου. Με τους συνεργάτες μου περάσαμε ατέλειωτες ώρες εξερευνώντας στενές διόδους, σκαρφαλώνοντας σε απρόσιτα σημεία. Κάθε νέο τμήμα που εξερευνούσαμε, έκρυβε εκπλήξεις. Τα τμήματα αυτά πρέπει τώρα να χαρτογραφηθούν και να προστεθούν στο τεράστιο παζλ του σπηλαίου. Σε ορισμένες αποστολές προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε άλλα σπήλαια στην ευρύτερη περιοχή του Πετρωτού. Το σπήλαιο «Περιστεριώνας» που επισκεφθήκαμε, αναπτύσσεται με κατεύθυνση το βόρειο τμήμα του σπηλαίου της Αλιστράτης. Η είσοδος του είναι βάραθρο και κατεβήκαμε με σκοινιά. Κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, ανοίγοντας μια οπή φραγμένη με πέτρες, εξερευνήσαμε το σπήλαιο «Ορφέας», με μήκος 500 μέτρα και αρχαιολογικά ευρήματα. Με τον ίδιο τρόπο, διανοίγοντας μια στενή οπή στην κορυφή ενός λόφου, κατεβήκαμε ένα βάραθρο πολύ στενό μέχρι 70 μέτρα βάθος. Υπάρχουν στην περιοχή πολλές δολίνες, καρστικά δηλαδή βαθουλώματα, που είναι ενδεχόμενο να οδηγούν σε άγνωστα μέχρι τώρα σπήλαια. Ο «Πετρωτός» πολύ αργά και φειδωλά φανερώνει τα θαύματα που κρύβει στα σωθικά του. Το τουριστικό τμήμα του σπηλαίου είναι ανοιχτό όλες τις ημέρες και ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την απαράμιλλη ομορφιά του σ' ένα μαγικό ταξίδι κάτω από τη Γη. Κείμενο - Φωτογραφίες: Γιώργος Αβαγιαννός Περιοδικό ΓΑΙΟΡΑΜΑ Ιούλιος - Αύγουστος 2005