Βυζαντινά μνημεία των περιχώρων των Σερρών
ΕΛΑΙΩΝΑΣ Βρίσκεται σε απόσταση 9 χλμ. βορειοανατολικά από την πόλη των Σερρών και 1,5 ώρα πεζοπορίας βορειοδυτικά από τη μονή Τιμίου Προδρόμου, σε γραφική τοποθεσία (υψόμ. 400 μ.) με άφθονα νερά. Αποτελούσε κατά το παρελθόν αξιόλογο θέρετρο των παλιών Σερραίων, γνωστό με την τουρκική ονομασία Ντουτλή ή Δουτλή (=Συκαμινοχώρι ή Μορεοχώρι) από το πλήθος των μουριών (τουρκ. dut= συκάμινο, μούρο) που υπήρχαν σε αφθονία, μαζί με τις ελιές και άλλα καρποφόρα δέντρα. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (14ος αι.) αναφέρεται από τις πηγές ως Γόριανη. Στην πλατεία του σημερινού οικισμού υψώνεται ο μικρός σχετικά βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου(εσωτ. διαστ. κυρίως ναού 5,70 Χ 5,80 μ., χωρίς την κόγχη). Ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο και ειδικότερα στην κατηγορία των τετρακιόνιων. Οι τέσσερις κίονες του με τις καμάρες τους στηρίζουν τον κεντρικό τρούλλο, που καλύπτει αρκετά μεγάλο μέρος του ναού. Η αψίδα του Ιερού προστίθεται κατευθείαν στο ανατολικό σκέλος του σταυρού. Διπλό οδοντωτό κυματοειδές γείσο περιτρέχει τον οκτάπλευρο εξωτερικά τρούλο και την τρίπλευρη αψίδα. Το μνημείο ακολουθεί στην κατασκευή του το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ ο τρούλος του αποτελείται μόνον από πλίνθους. Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου στον Ελαιώνα. Άποψη από Β.Α. Η μεταγενέστερη ακαλαίσθητη προσθήκη του νάρθηκα στη δυτική του πλευρά, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και η σύγχρονη κατασκευή της στέγης από μπετόν, έχουν αλλοιώσει αρκετά την αρχική του μορφή. Ο ναός στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού τον καλύπτεται από νεότερα επιχρίσματα και μεταβυζαντινό τοιχογραφικό διάκοσμο. Λίγο πριν από το 1971 όμως αποκαλύφτηκε στον ανατολικό τοίχο του Ιερού, στο τμήμα αριστερά από την κόγχη του διακονικού και κάτω από παχύ στρώμα κονιάματος, το πάνω τμήμα αγιογραφίας από το αρχικό στρώμα. Πρόκειται, σύμφωνα με την επιγραφή που τη συνοδεύει, για τη μορφή τουαγίου Δαμιανού, διατηρημένη όμως όχι σε πολύ καλή κατάσταση. Ο άγιος παριστάνεται ολόσωμος κατενώπιον και στέκεται όρθιος. Με το αριστερό του χέρι κρατά θήκη με ιατρικά εργαλεία. Ως προς τον εικονογραφικό του τύπο ο καθηγητής Ε. Τσιγαρίδας, που ανακάλυψε και μελέτησε την τοιχογραφία, υποστηρίζει ότι υιοθετήθηκαν παλιότερα πρότυπα. Από άποψη τεχνοτροπική το αποδίδει σε λαϊκό επαρχιακό εργαστήριο. Εμφανή τεχνοτροπική εξάλλου συγγένεια παρουσιάζει με τη βραχοαγιογραφία της Θεοτόκου (1382) από τη γετονική Οινούσα Σερρών όχι μόνο στη γραμμική απόδοση της πτυχολογίας, αλλά και στην προσπάθεια απόδοσης του όγκου του προσώπου με τις γραμμώσεις κάτω από τα μάτια, διαπίστωση που κάναμε στη σχετική μας μελέτη. Πρόσφατες εργασίες στερέωσης του μνημείου έφεραν στο φως άλλες τέσσερις ακόμη εικονογραφικές μορφές από το αρχικό τοιχογραφικό στρώμα, μετά την αφαίρεση μεγάλων τμημάτων των νεότερων επιχρισμάτων εσωτερικά του ναού. Πρόκειται για τρεις ολόσωμους αγίους στο νότιο τοίχο του Ιερού και τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην κόγχη του διακονικού. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού και τα επιμέρους μορφολογικά του γνωρίσματα εντάσσουν το μνημείο στην αρχιτεκτονική παράδοση της Κωνσταντινούπολης, ενώ χρονολογικά τοποθετείται στο 12ο αιώνα. ΟΙΝΟΥΣΑ p Αρχή Οικισμός, χτισμένος στους νότιους πρόποδες του Μενοικίου όρους (υψόμ. 130 μ.), βρίσκεται σε απόσταση 7 χλμ. ανατολικά από την πόλη των Σερρών. Σνγκροτήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1927. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Σερρών. Η βραχοαγιογραφία: Σε απόσταση μόλις 1,5 χλμ. βόρεια από την Οινούσα (βυζαντ. ονομασία Τρεβέσαινα και μεταγενέστερη Δερβέσιανη ή Ντερβέσιανη) βρίσκεται η τοποθεσία «Φανερωμένη». Στη νότια κοφτή και απότομη ασβεστολιθική πλαγιά του απόκρημνου λόφου «Βλασελνίκου», μέσα σε αβαθή βραχοσκεπή και σε ύψος 5,5 μ. περίπου από το φυσικό έδαφος, είναι αποτυπωμένη μία βυζαντινή αγιογραφία. Εικονίζει την Παναγία Οδηγήτρια στον τύπο της «δεξιό κρατούσας» που συνοδεύεται από τους δύο αρχαγγέλους. Η νωπογραφία έχει διατηρηθεί σε πολύ άσχημη κατάσταση, εξαιτίας των ανθρωπίνων κακοποιήσεων και των καιρικών συνθηκών. Η νότια πλαγιά του λόφου «Βλασελνίκου» στην τοποθεσία «Φανερωμένη» της Οινούσας Η κεντρική μορφή της Θεοτόκου, που επιβάλλεται με τον όγκο της, παριστάνεται σε προτομή. Κρατά το Χριστό με το δεξί της χέρι και ακουμπά την αριστερή παλάμη στο στήθος. Στρέφει ελαφρά το σώμα της προς το θείο τέκνο και χαμηλώνει το κεφάλι προς τα κάτω. Ο αριστερός της ώμος είναι ελαφρά υπερυψωμένος, ακολουθώντας τη στροφή του σώματος. Ο Χριστός, που απεικονίζεται ως νήπιο, είναι ολόσωμος και σε στροφή τριών τετάρτων. Κάθεται άνετα πάνω στο δεξί χέρι της Μητέρας του. Υψώνει το αριστερό του χέρι μπροστά σε σχήμα ευλογίας, ενώ με το αριστερό κρατούσε πιθανόν ειλητάριο. Οι δύο σεβίζοντες φτερωτοί αρχάγγελοι, που παρευρίσκονται συμμετρικά δεξιά και αριστερά της Θεοτόκου (ο Μιχαήλ δεξιά και ο Γαβριήλ αριστερά, σύμφωνα με το βυζαντινό πρωτόκολλο), απεικονίζονται όρθιοι από τα γόνατα και πάνω, ελαφρά υπερυψωμένοι και σε μικρότερο αναλογικά μέγεθος. Με το καμπτόμενο χέρι τους κρατούν, στο ύψος του στέρνου, την άκρη κοντού σκήπτρου που το άνω στέλεχος του καταλήγει σε σταυρό. Με το άλλο χέρι προσφέρουν γαλάζια σφαίρα, που συμβολίζει την παγκοσμιότητα. Στην επιφάνεια της σφαίρας, που έχει διασωθεί μόνο στον αριστερό αρχάγγελο, σημειώνεται το Χριστόγραμμα. Η γραπτή, ανορθόγραφη και αρκετά δυσανάγνωστη, επτάστιχη επιγραφή που έχει αποτυπωθεί κατευθείαν πάνω στην επιφάνεια του βράχου στη δυτική πλευρά της αγιογραφίας δίνει με ακρίβεια το χρόνο της εκτέλεσης της (6890 από κτίσης κόσμου =1382 μ.Χ.). Το κείμενο της σε μεταγραφή έχει ως εξής: Ίστορήθη η αγία εικών της αγί/ας Θεοτόκου δια συνδρο/μής και εξόδου ιερομόναχου/ του Νικήτα, υιός και υιού αυτού/ ιερέως Χριστοδούλου/ 6890 έτους./ Χειρ του Κασταμονίτου. Η κεντρική σύνθεση της βραχοαγιογραφίας Από το γραπτό αυτό κείμενο πληροφορούμαστε επιπλέον ότι η πρωτοβουλία της ιστόρησης της βραχοαγιογραφίας οφείλεται στον ιερομόναχο Νικήτα, ενώ η εκτέλεση της αποδίδεται στον αγιογράφο Κασταμονίτη. Το αγίασμα: Η παρουσία φυσικής κοιλότητας κάτω από την υπαίθρια αγιογραφική σύνθεση αποδεικνύει και το λειτουργικό της χαρακτήρα. Πρόκειται ασφαλώς για ιαματική πηγή (αγίασμα) της Θεοτόκου, το οποίο πιθανόν προϋπήρχε από την ιερή εικόνα. Την απαρχή της οφείλει στην εμφάνιση ίσως της Παναγίας στο σημείο αυτό, όπως υποδηλώνει και η ονομασία του τοπωνυμίου «Φανερωμένη». Το νερό, που συγκεντρώνεται μέσα σε αυτό το αγίασμα σταγόνα σταγόνα από χαραγή του βράχου μετά τα πρωτοβρόχια, αποδίδεται από τους πιστούς στα δάκρυα της Θεοτόκου και συνεπώς, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, εμπεριέχει θαυματουργές ιδιότητες. Υπάρχει επίσης η συνήθεια των προσκυνητών να κρεμούν μέρος από τα ρούχα η τα μαντίλια τους (τα λεγόμενα «τζάντζαλα») στα παρακείμενα κλαδιά των θάμνων, αφού σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη η αρρώστια μεταβιβάζεται σε άψυχα αντικείμενα, μετά από τη θεραπεία του αρρώστου από το αγιασμένο νερό, σε έναν εξαγνισμένο και ακίνδυνο για όλους τόπο. Η παράσταση της Βρεφοκρατούσας με τη συνοδεία των δύο αρχαγγέλων ως εικονογραφικό θέμα πάνω από το αγίασμα δεν επιλέχτηκε ασφαλώς τυχαία. Η μεταφορά της απεικόνισης αυτής, που συνηθίζεται στο αρχιτεκτονικό τμήμα του τεταρτοσφαίριου της κόγχης του Ιερού των ναών, πάνω στο φυσικό βράχο είχε αναμφισβήτητα συμβολικό χαρακτήρα. Όπως το τμήμα εκείνο του ναού ενώνει τη στέγη με το δάπεδο σαν γέφυρα "μετάγουσα από γης προς ουρανόν", δηλαδή τους Πάνω με τους κάτω, έτσι και η Θεοτόκος, που εκπροσωπεί τη Μητέρα της συνδιαλλαγής του πλάσματος με τον πλάστη, αυτή που γεφύρωσε το χάσμα της Εύας και συμμετέχει ενεργά στη σωτηρία τον κόσμου, επιλέχτηκε και εδώ για τη μεταβίβαση των θερμών παρακλήσεων των νοσούντων κυρίως προσκυνητών προς το Θεό. Σε απόσταση 1.300 μ. νότια από τον οικισμό της Οινούσας, σε πεδινή έκταση, που απλώνεται κάτω από τις νότιες υπώρειες του Μενοικίου όρους βρίσκεται υστεροβυζαντινό μονόχωρο μετασκευασμένο ναΰδριο (εσωτ. διαστ. 4,50 Χ 5,23 μ., με τις κόγχες). Ακολουθεί τον τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο με τρούλο. Όλες οι κόγχες είναι εξωτερικά ημικυκλικά διαμορφωμένες. Συνδέεται πιθανόν (από το έτος 1341 τουλάχιστον) με το καθολικό του Αγίου Νικολάου, το λεγόμενο του Ξανθοπούλου, που αποτέλεσε μετόχι της παρακείμενης μονής των Αγίων Αναργύρων στο Χιονοχώρι και ιδιοκτησία της αγιορείτικης επίσης μονής των Ιβήρων. Το τρίκογχο ναϋδριο στην είσοδο της Οινούσας, που συνδέεται με το υστεροβυζαντινό καθολικό του Αγίου Νικολάου Ο χώρος αυτός (βυζαντ. Τρεβέσαινα), γνωστός από την υστεροβυζαντινή εποχή για τους πολλούς υδρόμυλους, αποτέλεσε αργότερα μετόχι της μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, που μετατράπηκε στη συνέχεια σε τουρκικό τσιφλίκι. Μέχρι το έτος 1953 το μνημείο ήταν επιχωματωμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του και καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση. Το 1956 καθαρίστηκε και ανακαινίσθηκε κακότεχνα, αφού η οροφή του αντικαταστάθηκε άκομψα με πλάκα από μπετόν. Από τον εσωτερικό αρχικό τον ζωγραφικό διάκοσμο διατηρούνταν πριν μερικά χρόνια ελάχιστα σπαράγματα τοιχογραφίας στο ανατολικό τμήμα της αψίδας τον Ιερού. Λέγεται ότι η σύγχρονη παράσταση της Πλατυτέρας, στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, έχει επιζωγραφιστεί πάνω στο αρχικό πρότυπο, όπως και οι τοιχογραφίες που βρίσκονται στη μικρή κόγχη του βόρειου τοίχου του Ιερού και στο τόξο πάνω από το υπέρθυρο της δυτικής εξωτερικής εισόδου. Η αναγραφή της χρονολογίας ίδρυσης του ναϋδρίου στη σύγχρονη μαρμάρινη επιγραφή νότια της εισόδου είναι αυθαίρετη. ΧΙΟΝΟΧΩΡΙ p Αρχή Γραφικό ορεινό ερειπωμένο κτηνοτροφικό χωριό που βρίσκεται στη νότια πλαγιά του Μενοικίου όρους (υψόμ. 515 μ.), σε απόσταση 7 χλμ. βόρεια από την Οινούσα και μία ώρα πεζοπορίας νοτιοανατολικά από τη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Συγκροτήθηκε αρχικώς από κατοίκους του παρακείμενου αφανισμένου χωριού της Κεράνιτσας (βυζαντ. Κεράνιτζα). Αργότερα εγκαταστάθηκαν σε αυτό απόδημοι Βλάχοι Αβδελλιώτες από την περιοχή των Γρεβενών, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, εγκατέλειψαν τα πάτρια εδάφη τους, εξαιτίας των διωγμών του Αλή πασά Τεπελενλή. Το χωριό κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας πήρε την ονομασία Καρλή Κιόϊ (=Χιονοχώρι, γιατί οι κάτοικοι του συγκέντρωναν το χειμώνα μέσα σε τρύπες χιόνι και το πωλούσαν τους θερινούς μήνες για ψύξη στην πόλη. Μετά την απελευθέρωση του 1913 προσαρτήθηκε στην κοινότητα του Αγίου Πνεύματος. Το 1923 αποσπάσθηκε και συγκρότησε ανεξάρτητη κοινότητα. Σήμερα ανήκει στον καποδιστριακό Δήμο Σερρών. Από το έτος 1927 οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και να εγκαθίστανται στη γειτονική Οινούσα. Η μετοίκηση τους ολοκληρώθηκε το 1967 με την οριστική του ερήμωση. Μερική άποψη του γραφικού Χιονοχωρίου από νότια Στο κέντρο του χωριού υψώνεται ο ναός των Αγίων Αναργύρων. Πρόκειται για μία τρίκλιτη μεταβυζαντινή βασιλική του α' μισού του 19ου αιώνα (εσωτ. διαστ. 9,95 Χ 14,65 μ.), το κεντρικό κλίτος της οποίας στεγάζεται με καμάρα. Στο ξύλινο τέμπλο της έχουν ενσωματωθεί τμήματα από το παλιότερο επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του α' μισού τον 18ου αι. Οι δεσποτικές εικόνες φιλοτεχνήθηκαν κατά το β' μισό τον 19ου αι., όπως και οι λαϊκότροπες επιζωγραφισμένες τοιχογραφίες του ναού. Στο υπερυψωμένο δυτικό τμήμα του εξωνάρθηκα τον ναού σώζεται μικρό βυζαντινό παρεκκλήσι (διαστ. 3,67 Χ 7,77 μ.), λαξευμένο σε βράχο, το οποίο αποδίδεται στο καθολικό της βυζαντινής μονής των Αγίων Αναργύρων. Η είσοδος του, που φέρει ξύλινο περιθύρωμα, βλέπει ανατολικά. Αμέσως μετά την είσοδο ακολουθεί ένας στενός διάδρομος. Μπροστά από το διάδρομο βρίσκεται το κύριο τμήμα τον ναϋδρίου με τους δύο οκτάεδρους μαρμάρινους κιονίσκους, οι οποίοι επιστέφονται με κιονόκρανα, διακοσμημένα στις ακμές τους με ανθέμια και στις πλευρές με ρόδακες και σταυρό αντιστοίχως. Δεξιά του διαδρόμου υπάρχει το μικρό Ιερό. Το τέμπλο του αποτελείται από μαρμάρινο επιστύλιο, το οποίο φέρει παράσταση κεντρικού σταυρού, μαιάνδρων και ρόμβων από τις δύο πλευρές του. Στηρίζεται σε δύο μικρούς κιονίσκους. Το κατώτερο τμήμα του τέμπλου ενσωματώνει δύο μαρμάρινα θωράκια με παραστάσεις σταυρού. Ένα τρίτο θωράκιο, με όμοια παράσταση και ρόδακες, έχει εντοιχιστεί στο νότιο εξωτερικό τοίχωμα του Ιερού. Μαρμάρινο είναι τέλος και το περίθυρο της Ωραίας Πύλης. Στον εξωτερικό τοίχο βόρεια της εισόδου διασώζεται η ξηρογραφία του αγίου Νικολάου, ο οποίος παριστάνεται με το αριστερό του χέρι να κρατά Ευαγγέλιο και με το δεξί τον να ευλογεί. Στο διάδρομο του σπηλαιώδους ναϋδρίου είναι αποτυπωμένες οι τοιχογραφίες του ίδιου ιερού προσώπου, του αγίου Ιωάννη τον Προδρόμου καθώς και ενός αδιάγνωστου αγίου. Στις δύο πλευρές της Ωραίας Πύλης του τέμπλου έχουν απεικονιστεί ο Χριστός και η Παναγία στον τύπο της αριστερό κρατούσας. Στο βόρειο τοίχωμα του κυρίως ναΐσκου ξεχωρίζει η ξηρογραφία των αγίων Αναργύρων. Οι δύο θεραπευτές άγιοι κρατούν στο χέρι τους από ένα ανοιχτό κιβωτίδιο με τα σύνεργα της δουλειάς τους (ιατρικά εργαλεία και φάρμακα). Δίπλα ακριβώς εικονίζεται η αγιογραφία αγίου μάρτυρα που με το δεξί του χέρι κρατά το σταυρό του μαρτυρίου. Όλες οι τοιχογραφίες του κεντρικού τμήματος και του διαδρόμου, που είναι και οι παλιότερες, έχουν αγιογραφηθεί πάνω στο φυσικό βραχώδες υπόστρωμα. Στο χέρι του ανωνύμου αγιογράφου που τις φιλοτέχνησε υποστηρίζουν ορισμένοι ότι οφείλονται και κάποιες άλλες τοιχογραφίες της παρακείμενης μεγάλης μονής του Τιμίου Προδρόμου. Λεπτομέρεια της τοιχογραφίας των αγίων Αναργύρων Ο εσωτερικός χώρος του Ιερού είναι κατάκοσμος από μεταγενέστερο μεταβυζαντινό τοιχογραφικό διάκοσμο. Στη λαξευμένη κόγχη του ανατολικού τοιχώματος αποτυπώνεται η κεντρική παράσταση της Πλατυτέρας και ακολουθούν περιμετρικά οι μορφές του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Χριστού, της Παναγίας, του αγίου Στεφάνου και του αγίου Γρηγορίου. Η ιστορία του βυζαντινού ναϋδρίου συνδέεται με τον πρώτο κτίτορα της μονής του Τιμίου Προδρόμου, το Σερραίο Ιωαννίκιο. Σύμφωνα με την περιγραφή που μας δίνει ο ανεψιός του όσιος Ιωακείμ (ο μετονομασθείς Ιωάννης), μητροπολίτης Ζιχνών και δεύτερος κτίτορας της ίδιας μονής, ο θείος του μετά την αποχώρηση του από το Άγιο Όρος, όπου είχε λάβει το μοναχικό σχήμα και χειροτονήθηκε ιερέας, επέστρεψε στη γενέτειρα του (περίπου το 1260), για να αναλάβει την επιμέλεια του ίδιου που παρέμεινε ορφανός από γονείς. Εδώ, αναζήτησε κάποια ερημική τοποθεσία στο ανατολικό τμήμα του Μενοικίου όρους, για να απομονωθεί και να συνεχίσει το μοναχικό τον βίο μαζί με το δίχρονο ανεψιό του. Βρήκε ένα μικρό εγκαταλειμμένο και αφρόντιστο κελί, από το οποίο διασωζόταν μόνον ο ναός τον αφιερωμένος στη μνήμη των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Μετά την εγκατάστασή του σε αυτό (πριν από το 1275), το φρόντισε με μεγάλη επιμέλεια. Με την ανασύσταση των κελιών του το κατέστησε ασκητικό καταφύγιο. Λίγα χρόνια πριν από το έτος 1279 και αφού πέτυχε το στόχο του με την προσέλευση και άλλων μοναχών, για τους οποίους έκτισε νέα κελιά, αποχώρησε από εκεί, αφήνοντας στη θέση του άλλο γέροντα ασκητή. Ο ίδιος πάλι με τον ανεψιό του αναζήτησε άλλη δυσπρόσιτη περιοχή δυτικότερα του όρους και κατοίκησε για σύντομο χρονικό διάστημα μέσα σε υγρό σπήλαιο, λίγο πριν κατέβει από αυτό και ιδρύσει τη φημισμένη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Από τις βυζαντινές πηγές το ναΰδριο των Αγίων Αναργύρων αναφέρεται αργότερα ως μετόχι (13101357), που ανήκε στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων. Έφερε μάλιστα την επίκληση του Λεάσκου. Το ίδιο με τη σειρά του απέκτησε δικό του μετόχι, του Ιωάννου Θεολόγου του Λιβοβιστού, κοντά στις Σέρρες. Φαίνεται ότι κατά την περίοδο αυτή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή, αφού σε μεταγενέστερο (1322) χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου μνημονεύεται ότι επανδρώθηκε με μοναχούς και προστέθηκαν σε αυτό και αρκετές ιδιοκτησίες, όπως στην Τρεβέσαινα (σημ. Οινούσα), στην Τρεβεσενίκια, ολόγυρα από το μονύδριο και στην τοποθεσία του Λιβοβιστού, κοντά στο κάστρο των Σερρών. Για αυτές τις τελευταίες μάλιστα, και κυρίως για την κυριότητα του "περιορισμού" στην τοποθεσία Κεράνιτζα, σημειώθηκαν συνεχείς διενέξεις με την παρακείμενη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Κατά την περίοδο της σερβοκρατίας δύο χρυσόβουλοι λόγοι (1346) του Στέφανου Δουσάν επικυρώνουν την κατοχή του μετοχίου των αγίων ενδόξων θαυματουργών Αναργύρων στην ιβηρίτικη μονή. Σε μεταγενέστερο χρυσόβουλο (1351) του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού αναφέρεται πια σαν αγρίδιο. Την τελευταία αναφορά για το μετόχι των Αγίων Αναργύρων συναντούμε σε επικυρωτικό χρυσόβουλο (1357) του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου που κάνει λόγο για τις κτήσεις της αγιορείτικης μονής των Ιβήρων. Η καταστροφή του συντελέστηκε κατά πάσα πιθανότητα λίγο πριν από το έτος 1371. Πέτρος Κ. Σαμσάρης