Προσωπικότητα: Εικόνα
Ευάγγελος Στράτης (1867-1926)
Τὰ ἀλλεπάλληλα στρώματα τῶν
ἐρειπίων τῶν Σερρῶν εἶναι αἱ βαθμίδες
τῆς χρυσῆς ἐκείνης κλίμακος,
δ’ ἧς ἡ μεγαλομάρτυς αὕτη πόλις
ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν
τῆς Ἑλληνικῆς δόξης καὶ τῆς ἀθανασίας.
Ευάγγελος Στράτης
Η πολύπαθη πόλη των Σερρών, που κατά τους τελευταίους ταραγμένους χρόνους της Τουρκοκρατίας στέναζε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό και τη βουλγαρική εξαρχική τρομοκρατία, ευτύχησε να συμπεριλάβει στους κόλπους της σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες, οι οποίες παράλληλα με την πνευματική τους δράση πρωταγωνίστησαν στην εθνική αφύπνιση των κατοίκων της. Ο Ιωάννης Τσικόπουλος (1832-1912), ο Χριστόφορος Σαμαρτζίδης (1841-1900), ο Ιωάννης Καλοστύπης (1851-1918), ο Ιωάννης Δέλλιος (1853-1919), ο Αθανάσιος Φυλακτός (1859-1924) και ο Πέτρος Παπαγεωργίου (1859-1914) είναι ορισμένοι από αυτούς που με το παιδαγωγικό και συγγραφικό τους έργο και συνεχίζοντας τη λαμπρή εκπαιδευτική παράδοση της «πόλης των σοφών», όπως αποκαλούνταν οι Σέρρες από το 16ο ακόμη αιώνα, σφράγισαν με την παρουσία τους την πολιτιστική της φυσιογνωμία.
Ο λόγιος συντοπίτης μας Ευάγγελος Γ. Στράτης* μπορεί να διεκδικήσει αντάξια μια θέση ανάμεσά τους, γιατί είναι ο πρώτος που αγωνίστηκε για την πνευματική αναστήλωση του τόπου μας, αμέσως μετά την αποτίναξη των δεσμών της μακραίωνης δουλείας του. Υπήρξε μια σπάνια προσωπικότητα της σερραϊκής κοινωνίας και γι’ αυτό τα μέλη της του οφείλουν πολλά.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ
Γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1867 στη φιλόμουσο κωμόπολη του Ροδολίβους, που απλώνεται στις παρυφές του χρυσοφόρου όρους Παγγαίου. Ο πατέρας του Γεώργιος, σύμφωνα με ανέκδοτο χειρόγραφο έγγραφο, καταγόταν από την Πλε(η)σίβιτσα (σημερινό Πλαίσιο), Κοινότητα της επαρχίας Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας, το οποίο απέχει 3 χλμ. περίπου από τα ΝΔ αλβανικά σύνορα. Το χωριό αυτό υπήρξε ιδιαίτερη πατρίδα της Κυρά Βασιλικής του Αλή πασά, του οπλαρχηγού Γιώργη Κίτσου (Κονταξή) και του Άνθιμου Ζ΄ (Τσάτσου), Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (από 20 Ιανουαρίου 1895 μέχρι τέλος Ιανουαρίου 1897). Ο προπάππος του Τζιούτζης (Βαγγέλης) Σκέντος (γεν. το 1760), γιος του Ρήζου Σκέντου (γεν. το 1695), χρημάτισε σε νεαρή ηλικία πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά Τεπελελνή αρχικώς και αργότερα μετατράπηκε σε φανατικό πολέμιό του.
Το έτος 1855 ο παππούς του Στράτης Σκέντος (γεν. το 1800) με τον πατέρα του συγγραφέα Γεώργιο (1838-1916), αφού άφησαν μόνη τη γιαγιά του Αναστασία, το γένος Κίτσου Κώστα Μπούρα (παντρεμένη το 1825), ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Ροδολίβος. Ύστερα από επτά χρόνια επέστρεψε ο πατέρας του προσωρινά στον τόπο καταγωγής του, για να τακτοποιήσει τις ιδιοκτησίες τους και να παραλάβει τη μητέρα του. Μετά την οριστικοποίηση της εγκατάστασής τους στη νέα τους πατρίδα, ο έμπορος πατέρας του νυμφεύτηκε το 1866 με την ντόπια Ελισάβετ το γένος Καϊκτσή Παπαβασιλείου, από την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τον Ευάγγελο (1867), τον Αριστείδη (1871) που διατέλεσε φροντιστής του Πατριάρχη Νεόφυτου Η΄, ιδιωτικό υπάλληλο στο επάγγελμα και κάτοικο Κωστάντζας Ρουμανίας αργότερα, το Γρηγόριο (1882) απόφοιτο της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής της Χάλκης (1896), κτηματία, κάτοικο Ροδολίβους, την Ασπασία (1885), σύζυγο του γιατρού Γεωργίου Γούσιου, τον Αλέξανδρο (1887) κτηματία, κάτοικο Ροδολίβους και τον Ιωάννη (1890) κτηματία, κάτοικο Ροδολίβους. Η διώροφος οικία, όπου διέμεινε η πολυμελής οικογένεια Στράτη στο Ροδολίβος, συνόρευε με τις οικίες Ν. Παπαβασιλείου και Δ. Χατζηκωνσταντίνου και αποτελούνταν από έξι δωμάτια στον πάνω όροφο, δύο στο ισόγειο, καθώς και δύο επίσης καταστήματα.
Ο πρωτότοκος γιος Ευάγγελος, αφού παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στη γενέτειρά του, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών (1881) πήγε στην πόλη των Σερρών, για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο που διηύθυνε τότε ο ιδρυτής του Ιωάννης Δέλλιος (1853-1919).
Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Σερρών άσκησε το επάγγελμα του δημοδιδάσκαλου. Το έτος 1885 δημοσίευμα της εφημερίδας «Νεολόγος» τον μνημονεύει ως διευθυντή της Ελληνικής Σχολής της γενέτειράς του, η οποία ἱδρύθη διὰ τοὺς ἄρρενας διακρινομένη εἰς ἑλληνικὴν καὶ δημοτικήν, ἀλλὰ προϊόντος τοῦ χρόνου συνεχωνεύθη εἰς μίαν καὶ μόνην, ἥτις ἑτοιμόρροπος οὖσα νῦν ἀριθμεῖ 170 μαθητὰς ὑπὸ δύο διδασκάλων διδασκομένους, ὧν ὁ διευθυντὴς Ε. Στράτης, ἐγχώριος, ἀπόφοιτος τοῦ ἐν Σέρραις γυμνασίου, λίαν φιλοτίμως καὶ φιλοπόνως ἐργάζεται. Στη θέση αυτή παρέμεινε πιθανόν μέχρι το 1892, γιατί αμέσως μετά συνέχισε τις ακαδημαϊκές του σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας. Το έτος 1894 συμπλήρωσε τις γνώσεις του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι, παρακολουθώντας για τρία εξάμηνα αντίστοιχα μαθήματα. Εκεί, φιλοξενούμενος σε ελληνική οικογένεια, δίδασκε παραλλήλως στα παιδιά της την ελληνική γλώσσα.
Εκτός από την πόλη του φωτός, μακριά από την πατρίδα του τον κράτησαν και τα διδακτικά του καθήκοντα σε διάφορα εκπαιδευτήρια, αφού για κάποιο χρονικό διάστημα δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη και για μία τριετία στο Γαλάζιο (κοιν. Γαλάτσι), το μεγαλύτερο εμπορικό ποτάμιο λιμάνι της Ρουμανίας. Στη μεγάλη αυτή ελληνική Κοινότητα, που συντηρούσε δημοτικά σχολεία και πλήρες Γυμνάσιο, ζούσε ήδη η μεγαλύτερη από τις κόρες του Εμμανουήλ Παπά, η Ευφροσύνη, παντρεμένη πριν από την Επανάσταση με τον ομογενή έμπορο Δημήτριο Καλτσαίο.
Μετά από τη μακρόχρονη αποδημία του και εφοδιασμένος με πλήρη επιστημονική κατάρτιση και επαγγελματική εμπειρία επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο. Διορίστηκε αρχικώς διευθυντής του Ημιγυμνάσιου του Δοξάτου για μία τετραετία (1897-1901). Στη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού του συμπεριλαμβανόταν και η σύζυγός του τουλάχιστον από το 1894. Αμέσως μετά συνέχισε το διδακτικό του έργο στις Σέρρες, όπου εγκαταστάθηκε μονίμως μέχρι το τέλος της ζωής του. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως καθηγητής στο Παρθεναγωγείο και το έτος 1904, μετά την αποχώρηση του Ιωάννη Τσικόπουλου (1878-1912), επωμίσθηκε το βάρος της διεύθυνσης του Ανώτερου αυτού εκπαιδευτηρίου (με μισθό 80 λίρες), το οποίο υπηρέτησε με ευσυνειδησία και απαράμιλλο ζήλο για εικοσιπέντε συναπτά χρόνια μέχρι το θάνατό του. Το εννεατάξιο Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σερρών, που περιλάμβανε τότε γυμνασιακό τμήμα με τρεις τάξεις και εξατάξια Αστική Σχολή Θηλέων, είχε ως προσωπικό δύο ακόμη καθηγητές και δέκα δασκάλες. Ιδρύθηκε το 1880 και μετονομάστηκε αργότερα (1891) «Γρηγοριάς» από το όνομα του μεγάλου ευεργέτη Γρηγορίου Κωνσταντίνου ή Ρακιτζή (1832/34-1906). Με αυτήν την επωνυμία λειτούργησε από την αρχή του σχολικού έτους 1892/93, μεταδίδοντας τα φώτα της γνώσης και του πολιτισμού στις 100 περίπου μαθήτριες του εκπαιδευτικού αυτού Ιδρύματος. Το διδακτήριο του παραδόθηκε στις φλόγες το 1913 από τους Βουλγάρους και μεταστεγάστηκε στο παλιό τουρκικό Παρθεναγωγείο.
Ο Ευάγγελος Στράτης, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα, ο οποίος συνέταξε τον επικήδειο λόγο του, δὲν ἦτο ξηρὸς τις διδάσκαλος, ἀλλ' ἐμπνευσμένος πατριώτης καὶ ἱεροφάντης. Ἡ δὲ διδασκαλία αὐτοῦ ἦτο ἀληθὴς μύησις, ἐπέδρασε δ' εὐργετικώτατα ἐπὶ τῆς ὅλης δυτικῆς [sic] Μακεδονίας, ἧς κέντρον πνευματικὸν ἦσαν αἱ Σέρραι. Εξάλλου, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο μεταγενέστερος ιστοριοδίφης Πέτρος Πέννας, ἡ χρηστότης τοῦ ἤθους του καὶ τὸ σεμνὸν τοῦ ὕφους του, τὸν κατέστησαν ἀγαπητὸν εἰς τοὺς Σερραίους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐχάρισε διὰ τῶν ἐμπνευσμένων διδασκαλιῶν του ἑλληνοπρεπῶς μορφωμένας συζύγους, ἀδελφὰς καὶ μητέρας. Πολλές από τις απόφοιτες δασκάλες μαθήτριές του δίδαξαν στα τρομοκρατούμενα από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες χωριά του Μακεδονικού χώρου, αψηφώντας τον κίνδυνο και πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στην πατρίδα, ενισχύοντας το εθνικό φρόνημα των κατοίκων. Ελάχιστες πια από αυτές έχουν απομείνει σήμερα. Οι αναμνήσεις τους όμως είναι νωπές ακόμη στο μυαλό τους. Η καλοσυνάτη, ελκυστική και γαλήνια όψη, το μειλίχιο ύφος, τα πλούσια πνευματικά του χαρίσματα και η λεπτή αίσθηση του χιούμορ που τον διέκριναν ήταν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ανθρώπινης πλευράς του που τον έκαναν αξιαγάπητο στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Υπήρξε παντρεμένος με τη Σερραία δασκάλα Αφροδίτη (1877-1955) το γένος Σίμου Σιμώτα (υφασματέμπορου), από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Γεώργιο (1896-1962), που σπούδασε στην Αθήνα ιατρική και άσκησε το επάγγελμα του μικροβιολόγου και οδοντίατρου στις Σέρρες και την Αθήνα. Η πεθερά του Άννα Σιμώτα, το γένος Κούση, είχε συγγενικούς δεσμούς με την πλούσια εμπορική οικογένεια Δούμπα, που τα μέλη της κατάγονταν από τη Βλάστη (ή Βλάτση) της επαρχίας Εορδαίας του νομού Κοζάνης και διέμειναν για αρκετά χρόνια στις Σέρρες, πριν από την εγκατάστασή τους στη Βιέννη. Από εκεί ευεργέτησαν ποικιλοτρόπως την πόλη.
Η διπλή βουλγαρική κατοχή στην πόλη των Σερρών διατάραξε την οικογενειακή, ψυχική και πνευματική του γαλήνη. Οι αποχωρήσεις των βόρειων κατακτητών συνοδεύτηκαν με βανδαλισμούς και αγριότητες. Όλη του η υλική και πνευματική περιουσία παραδόθηκε δύο φορές στην αδυσώπητη πυρά. Επί τέσσερα μερόνυχτα την τελευταία φορά η προσωπική του βιβλιοθήκη και το πνευματικό του έργο καίγονταν στην αυλή του διώροφου σπιτιού του (στη σημερινή οδό Πρίγκηπος Χριστοφόρου 15, ανάμεσα από τις οικίες του γιατρού Τσάμη και του δικηγόρου Μόσχου, το οποίο κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960) προς μεγάλη τέρψη των βανδάλων και άκρατη ψυχική οδύνη και πίκρα του ίδιου. Και δεν έφτασε μόνο αυτό, αλλά ο ίδιος πρώτα και αργότερα ο μονάκριβος γιος του Γεώργιος, οδηγήθηκαν βιαίως μαζί με άλλους συμπολίτες τους σε εξευτελιστική ομηρία, επιτείνοντας τον ψυχικό και σωματικό του πόνο.
Η έγνοια του παρόλα αυτά για τις αρχαιότητες των Σερρών ήταν τόσο έντονη, ώστε αμέσως μετά την επάνοδό του από την ακούσια απουσία του από την πόλη ενδιαφέρθηκε ζωηρά για την τύχη της εντοιχισμένης στο κωδωνοστάσιο του ναού των Αγίων Θεοδώρων ανάγλυφης βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, γνωστής ως «Παναγίας Πονολύτριας», όπως φαίνεται καθαρά από ένα απόσπασμα της μελέτης του με τίτλο: Διασωθεῖσαι χριστιανικαὶ ἀρχαιότητες τῶν Σερρῶν που δημοσιεύτηκε το έτος 1924: Ἐπλήσθην ὀδύνης ὅτε κατὰ Δεκέμβριον τοῦ 1918 παλινοστήσας ἐκ τῆς πολυστόνου ἐν Βουλγαρίᾳ αἰχμαλωσίας δὲν εὗρον τὸ ἱερὸν εἰκόνιον καὶ ἐφοβήθην μὴ ἀπήχθη μετὰ πολυαρίθμων ἄλλων ἀρχαιοτήτων εἰς Βουλγαρίαν, ὁπότε κατ' ἀγαθὴν συγκυρίαν ὁ τότε ἐν Σέρραις τελῶν τὴν στρατιωτικὴν του ὑπηρεσίαν περισπούδαστος φίλος κ. Ἀ. Ξυγγόπουλος πρὸς κοινὴν ἀμφοτέρων χαρὰν εὗρεν αὐτὸ ἀπερριμμένον ἐν τοῖς ὑπογείοις ἐν γειτονικῷ τινι οἰκήματι χρησιμοποιουμένῳ ὡς ἀποθήκη ἐπισιτισμοῦ τοῦ στρατοῦ, ὅπερ καὶ οἱ Βούλγαροι, ὁμοίως διέθετον πρότερον, ἀποσπάσαντες καὶ ἀποθέντες ἐκεῖ τὴν ὡραίαν ἀρχαιότητα μὲ τὸν σκοπὸν ἵνα ἁρπάσωσιν αὐτὴν εἰς Βουλγαρίαν, μὴ προφθάσαντες δὲ ἕνεκα τῆς ἐσπευσμένης φυγῆς των. Καθαρίσας ἔθηκα τὴν εἰκόνα ἐν πλαισίῳ καλῷ καὶ ἐναπέθηκα χάριν μείζονος ἀσφαλείας ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ναοῦ Ταξιαρχῶν. Φιλικούς ομοίως δεσμούς, εκτός από το διαπρεπή βυζαντινολόγο Ανδρέα Ξυγγόπουλο (1891-1979), διατηρούσε και με άλλους σύγχρονους κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες.
Μόνο μετά την απελευθέρωση ο λαμπρός φιλόλογος, ο ακούραστος και ανήσυχος μελετητής του ιστορικού παρελθόντος μπόρεσε να αφοσιωθεί και να συνεχίσει απερίσπαστος το επιστημονικό και συγγραφικό του έργο. Παράλληλα με τους κόπους και τις φροντίδες της καθημερινής του διδασκαλίας κατέγραψε, διέσωσε και ανασυγκρότησε με ευσυνειδησία τα βουβά και μυστηριώδη λείψανα του ένδοξου παρελθόντος, ερευνώντας με ακάματη υπομονή και επιμονή, κάτω από αντίξοες συνθήκες και ανύπαρκτα συγκοινωνιακά μέσα, την ύπαιθρο σερραϊκή γη από τη μία μέχρι την άλλη της άκρη οικειοθελώς και με προσωπικά του έξοδα κατά την περίοδο κυρίως των καλοκαιρινών του διακοπών. Ὁ ἐμπνευσμένος πατριώτης, όπως χαρακτηρίζεται από τη συγγραφέα μαθήτριά του Έλλη Αγγέλου-Βλάχου, ίδρυσε το πρώτο μικρό αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Μελέτησε επίσης τον παλιό κώδικα της μητρόπολης Σερρών και τα χειρόγραφα της μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, πριν από την αρπαγή τους από τους Βουλγάρους και τα χρησιμοποίησε ως πηγές στο έργο του. Την προσοχή του τα τελευταία χρόνια της ζωής του τράβηξαν κυρίως τα βυζαντινά μνημεία. Οι πληροφορίες και οι παρατηρήσεις του γι’ αυτά είναι αρκετά σημαντικές, γιατί γράφτηκαν σε μία εποχή που το ενδιαφέρον για την τέχνη και την ιστορία του Βυζαντίου βρισκόταν σε εμβρυακή ακόμη μορφή.
Πέθανε την 1η Μαρτίου του 1926 σε ηλικία 59 ετών επιστρέφοντας από αρχαιολογική περιοδεία πανευτυχής και με πλήρη ψυχική ευφορία, γιατί μόλις τότε είχε ανακαλύψει κοντά στον Αγγίτη ποταμό τα ερείπια της Μυρκίνου, αρχαίας πόλης της θρακικής φυλής των Ηδωνών. Η θανατηφόρος όμως αρρώστια που έφερε μέσα στα σπλάχνα του (καρκίνος στομάχου) και οι ποικίλες κακουχίες του παρελθόντος τον κατέβαλαν σωματικώς. Έτσι, έπεσε θύμα στο βωμό της ιστορικής επιστήμης, για χάρη της οποίας επί σειρά ετών ανάλωσε με πάθος όλες τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις.
Στην κάθετη επιτύμβια ναόσχημη μαρμάρινη στήλη του οικογενειακού τάφου, που είναι στημένη στο Α´ Κοιμητήριο της πόλης μας, έχει χαραχθεί το εξής αρχαίο επίγραμμα:
ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΟΛΙΓΟΝ ΜΕΝ ΚΑΡΤΟΣ
ΑΠΡΑΚΤΟΙ ΔΕ ΜΕΛΗΔΟΝΕΣ
ΑΙΩΝΙ Δ' ΕΝ ΠΑΥΡῼ ΠΟΝΟΣ ΑΜΦΙ ΠΟΝῼ
Ο Δ' ΑΦΥΚΤΟΣ ΟΜΩΣ ΕΠΙΚΡΕΜΑΤΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
ΚΕΙΝΟΥ ΓΑΡ ΙΣΟΝ ΛΑΧΟΝ ΜΕΡΟΣ ΟΙ
Τ' ΑΓΑΘΟΙ ΟΣΤΙΣ ΤΕ ΚΑΚΟΣ
ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
1) Ἱστορία τῆς πόλεως Σερρῶν ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ' ἡμᾶς καὶ δρᾶσις τῆς ἐν αὐτῇ Ἑλληνικῆς Κοινότητος κατὰ τοὺς μετὰ τὴν ἅλωσιν αἰῶνας, Μέρος Α΄, Κωνσταντινούπολις 1909, σσ. 104 & Σέρραι 19262, σσ. 82.
[Βιβλιοκρισία: Ν. Α. Βέη, Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher 8 (1931) 378-382].
2) «Οἱ εὐεργέται καί δωρηταὶ τῆς ἑλληνικῆς Κοινότητος Σερρῶν», Μακεδονικόν Ἡμερολόγιον Παμμακεδονικοῦ Συλλόγου 2 (Ἀθῆναι 1909) 142-144.
3) «Ἱστορία τῶν Ἐκπαιδευτηρίων τῆς πόλεως Σερρῶν», Μακεδονικόν Ἡμερολόγιον Παμμακεδονικοῦ Συλλόγου 2 (Ἀθῆναι 1909) 144-154.
4) «Ἱστορία τοῦ Νοσοκομείου Σερρῶν», Μακεδονικόν Ἡμερολόγιον Παμμακεδονικοῦ Συλλόγου 2 (Ἀθῆναι 1909) 154-157.
5) «Φαειναὶ ἱστορικαὶ σελίδες Σερρῶν καὶ Μελενίκου», Μακεδονικόν Ἡμερολόγιον Παμμακεδονικοῦ Συλλόγου 3 (Ἀθῆναι 1910) 52-62.
6) «Ἱστορίας Σερρῶν προοίμιον», Α´ μέρος, Νέον Πνεῦμα τεῦχ. 2 (Σέρραι, 15 Μαρτίου 1914) 10-11 και σε συνέχειες.
7) Ὁ Σερραῖος ἀρχιστράτηγος τῶν Μακεδονικῶν δυνάμεων κατὰ τὸν ἱερὸν ἀγώνα τοῦ 1821 Ἐμμανουὴλ Παπᾶς. Ἱστορικὴ πραγματεία ἐπὶ τῇ βάσει ἐπισήμων ἀνεκδότων ἐγγράφων, Τύποις Χρήστου Α. Γουσίου, Σέρραι 1914, σσ. 40.
8) Ἡ Δράμα καὶ ἡ Δράβησκος. Ἱστορικὴ καὶ ἀρχαιολογικὴ μελέτη, Τύποις Χ. Α. Γουσίου, Σέρραι 1924, σσ. 47+10.
9) «Διασωθεῖσαι χριστιανικαὶ ἀρχαιότητες Σερρῶν», Δελτίον Χριστιανικῆς καὶ Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, περίοδ. Β΄, 1/3-4 (1924) 51-58.
10) «Ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου παρὰ τὰς Σέρρας», Δελτίον Χριστιανικῆς καὶ Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, περίοδ. Β΄, 3/1-2 (1926) 3-14.
Το πλούσιο συγγραφικό έργο του Ευάγγελου Στράτη, εκτός από τις συνεργασίες του σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, περιλαμβάνει τρεις αξιόλογες μονογραφίες. Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από την τοπική κυρίως ιστορία και αρχαιολογία, επιδιώκοντας να έχει μια καθολική εποπτεία σε όλες τις χρονικές περιόδους.
Ιδιαίτερη όμως αξία για την εποχή του είχε η πρώτη του πραγματεία. Τυπώθηκε κατά την όψιμη περίοδο της Τουρκοκρατίας στο Πατριαρχικό τυπογραφείο της Πόλης, με την οποία διατηρούσε ξεχωριστούς δεσμούς, αφού εκεί συνέχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία μετά την επιστροφή του από το Παρίσι.
Στο έργο αυτό, με το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα το όνομά του με την πόλη μας, σκιαγραφείται η εικόνα της ιστορίας των Σερρών από την εμφάνισή της μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνεται η ενσωμάτωσή της στον ελληνικό κορμό. Για τη σύνθεσή της χρησιμοποίησε τις γνωστές και προσιτές γι’ αυτόν αφηγηματικές πηγές και τις ελάχιστες μελέτες παλιότερων μελετητών, που με πολύ μεγάλο κόπο κατόρθωσε να συγκεντρώσει, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών της εποχής του. Εμπλούτισε όμως και ενίσχυσε το κείμενό του με άφθονα παραθέματα, βυζαντινών κυρίως πηγών, τα οποία απέδωσε μάλιστα στη νεοελληνική γλώσσα. Η διεισδυτικότητα και το λεπτό αισθητήριο του φιλολόγου απλώνονται διάχυτα στο έργο του. Η αρχαία ελληνική κληρονομιά φαίνεται ότι τον έλκυε ιδιαίτερα, γι’ αυτό το ύφος που υιοθέτησε ήταν άμεσα επηρεασμένο από την ενασχόλησή του με την κλασική γραμματεία. Ένιωθε βαριά φαίνεται την κληρονομιά του ακραιφνούς ελληνικού επώνυμού του, συνηθισμένο στις περιοχές της Θάσου, Ρόδου και Κυρήνης από τον 4ο π.Χ. ακόμη αιώνα, το οποίο επιδίωξε να το τιμήσει. Τις αρχαιογνωστικές εξάλλου γνώσεις του Ευάγγελου Στράτη εκμεταλλεύτηκε και ο υποδιοικητής της Νιγρίτας Δ. Λουκίδης, αναθέτοντάς του τη μετονομασία των ξενικών και κακόηχων τοπωνυμίων της περιφέρειάς του με αντίστοιχα αρχαία ελληνικά τοπωνύμια. Η καλή γνώση επίσης της γαλλικής γλώσσας τον βοήθησε στην προσέγγιση της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας.
Το μεγαλύτερο μέρος των αντιτύπων του βιβλίου αυτού -που για πολλές δεκαετίες στάθηκε χρήσιμο βοήθημα για όλους τους μεταγενέστερους τοπικούς ιστοριοδίφες- καταστράφηκε το 1913, όχι μόνο κατά την πυρπόληση της πόλης των Σερρών από τους βόρειους γείτονές μας, αλλά και από τις μεγάλες λεηλασίες που υπέφερε η άτυχη πόλη κατά τα έτη 1916-1918. Έτσι πρόβαλε επιτακτική και αναγκαία η δεύτερη έκδοσή του, την οποία ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν με δαπάνη του Δήμου τα μέλη του δημοτικού Συμβούλιου Σερρών με επικεφαλής το δραστήριο γεωπόνο δήμαρχο Επαμεινώνδα (ή Νώτα) Τικόπουλο κατά τη δεύτερη δημαρχιακή του θητεία. Επιδίωξή τους ήταν, σύμφωνα με τα γραφόμενα του συγγραφέα στη δεύτερη εισαγωγική του τοποθέτηση, να συνδέσουν ἀρρήκτως καὶ εἰς τὸ διηνεκὲς τὰ σεμνὰ αὐτῶν ὀνόματα μετὰ τοῦ εὐκλεοῦς παρελθόντος τῆς μεγαλωνύμου καὶ μεγαλομάρτυρος πόλεως Σερρῶν.
Η δεύτερη έκδοση, δυσεύρετη και αυτή σήμερα μετά την τελευταία γερμανοβουλγαρική κατοχή, τυπώθηκε στις εγκαταστάσεις των συνεργαζόμενων σερραϊκών τυπογραφείων των αδελφών Παπαντωνίου και Σωκράτη Ανθρακόπουλου το 1926, χρονιά θανάτου του Ευάγγελου Στράτη. Ο πρόωρος χαμός του συγγραφέα, πριν από την ολοκλήρωση πιθανόν της εκτύπωσης του πονήματός του, συντέλεσε, ώστε η τελική μορφή του εντύπου να εμπεριέχει πλήθος τυπογραφικών αβλεψιών, αφού στερήθηκε την άμεση επίβλεψή του. Ο εμπλουτισμός εξάλλου της ύλης του διὰ νέων φαεινωτάτων σελίδων τῆς Σερραϊκῆς ἱστορίας, τὰς ὁποίας εἶχε περικόψει τῷ 1910 [sic] ἡ Τουρκικὴ λογοκρισία, όπως ανακοινώνεται στο δεύτερο πρόλογο, δε στάθηκε εφικτός, αφού το κείμενο είναι πανομοιότυπο με την αρχική έκδοση, χωρίς προσθήκες, νεότερες βιβλιογραφικές αναφορές και διορθώσεις. Η αναφορά τέλος του ίδιου προλόγου ότι ἡ νέα ἔκδοσις γιγνομένη ἐν πλήρει Ἑλληνικῇ ἐλευθερίᾳ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού περιορίστηκε μόνο στην αφαίρεση δύο επίμαχων αποσπασμάτων από την προτελευταία παράγραφο του προλόγου και τις δύο τελευταίες παραγράφους του επίλογου, όπου για ευνόητους λόγους εγκωμιάζεται η πρόσφατη (11 Ιουλίου 1908) τότε πολιτειακή αλλαγή της τουρκικής διακυβέρνησης (ανατροπή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ από τους Νεότουρκους – ανακήρυξη του οθωμανικού Συντάγματος) και επισημαίνεται ότι οι Σέρρες -περιοχή της άλλοτε κραταιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας που δεν ευτύχησε να συμπεριληφθεί μέσα στα όρια της ελεύθερης Ελλάδας- πρωταγωνίστησαν για την εδραίωσή της με την υπόσχεση της θρησκευτικής και πολιτιστικής αυτοτέλειας που διακήρυσσαν οι Τούρκοι επαναστάτες. Σε άλλη όμως δημοσιευμένη του μελέτη, που έγραψε στις 15 Ιουνίου 1909, όταν πια με την άνοδο του Χιλμή πασά στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη (Φεβρουάριος 1909) οι Νεότουρκοι εθνικιστές έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις, για να αποφύγει το μαχαίρι της τουρκικής λογοκρισίας και τις επακόλουθες διώξεις και κυρώσεις, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Χρονογράφος». Δεν είναι ασυνήθιστες εξάλλου οι περιπτώσεις συγγραφέων αυτής της εποχής που τύπωναν κρυφά τα βιβλία τους στη Μακεδονία και έθεταν ως τόπο έκδοσης την ελεύθερη Αθήνα. Από το βιβλίο μάλιστα του επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων Μακεδονίας στο Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης Γεωργίου Χατζηκυριακού, που τιτλοφορούνταν: «Σκέψεις καὶ ἐντυπώσεις ἐκ περιοδείας», είχε παραληφθεί σκοπίμως από τον τίτλο η επίμαχη συμπληρωματική φράση ἀνὰ τὴν Μακεδονίαν.
Το Β΄ μέρος της ιστορίας του με τίτλο: «Ἡ δρᾶσις τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος τῶν Σερρῶν κατὰ τοὺς μετὰ τὴν ἅλωσιν αἰῶνας» δεν πρόλαβε ποτέ να δει το φως της δημοσιότητας, γιατί τα ανέκδοτα χειρόγραφα κείμενά του κάηκαν κατά τον εμπρησμό της πόλης το 1913, πριν δοθούν στο τυπογραφικό πιεστήριο. Ο ίδιος αναφερόμενος σε αυτά αναγράφει σε μεταγενέστερη μελέτη του Τὰ προικοσύμφωνα ταῦτα μετέγραψα ἐκ τοῦ Κώδικος ἐν τῷ ἑτοίμῳ πρὸς ἔκδοσιν χειρογράφῳ μου "Δρᾶσις τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος Σερρῶν κατὰ τοὺς μετὰ τὴν ἅλωσιν αἰῶνας" τοῦ ὁποίου παρανάλωμα τοῦ μαλεροῦ βαρβαρικοῦ πυρὸς γενομένου θρηνῶ τὴν ἀπώλειαν μετὰ πολλῶν σημειωμάτων ἱστορικῶν.
Πραγματικά η απώλειά τους σήμερα θεωρείται ανυπολόγιστη για τη νεότερη ιστορία μας, γιατί ήταν ο μοναδικός ερευνητής που άντλησε πρωτογενείς πληροφορίες από τους αρχαίους κώδικες της Μητρόπολης, οι οποίοι κλάπηκαν στη συνέχεια από τους κατακτητές και σήμερα αγνοείται η τύχη τους. Με τον ίδιο τρόπο η βουλγαρική λαίλαπα, στα πλαίσια του αφελληνισμού και εκβουλγαρισμού των κατοίκων της περιοχής και της αλλοίωσης της σύνθεσης του πληθυσμού, κατόρθωσε να αφανίσει και το υλικό μιας άλλης του μελέτης με τίτλο: «Ἡ δευτέρα τρισβάρβαρος καταστροφή τῶν Σερρῶν ὑπό τῶν Βουλγάρων τῷ 1913», που είχε συγκεντρώσει για μελλοντική έκδοση και που είχε εξαγγείλει για έκδοση το 1914, παράλληλα με την κυκλοφορία της μονογραφίας του για τον Εμμανουήλ Παπά. Στο ίδιο αυτό σύγγραμμα, στην προσπάθειά του να εξάρει την ηρωική μορφή του μεγάλου αγωνιστή του ̉21, διαπιστώνει με μεγάλη λύπη και αγανάκτηση την αδυναμία των πηγών του και καταφέρεται κατά των υπευθύνων γράφοντας: Ἀλλὰ λησμονῶ, φεῦ! ὅτι τὴν τροφὴν τοῦ ἀσθενοῦς μου καλάμου ἀφῃρεσαν οἱ καρχαρόδοντες τοῦ Αἵμου ὑαινόλυκοι, ὅτι αἱ χεῖρες μου ἰσχυρὰ ἐγκαύματα λαβοῦσαι ἐκ τοῦ διεροῦ βαρβαρικοῦ πυρὸς, ἀδρανοῦσι νὰ ἄρωσι τελείως τὴν ἀποκρύπτουσαν τὸν ἄνδρα αὐλαίαν, ὁ καπνὸς δὲ τοῦ ἐμπρησμοῦ τῶν χειρογράφων μου πλουσίως τραφέντων ἐξ ἐπισήμων ἀνεκδότων ἐγγράφων τοῦ ἀειμνήστου, ἀποφράσσων τὰς ἀκτῖνας τῆς τριλαμποῦς ἐκείνης μορφῆς. ... Καὶ ἤδη ἄνευ βοηθήματὸς τινος τὸν ἄνδρα ἀείδων, ἀνασκαλεύω τὰς πτυχὰς τῆς μνήμης μου, ἥν ἡ θερμὴ πρὸς τὸν ἥρωὰ μου λατρεία καὶ τὸ ἱερὸν ἐνδιαφέρον οὐκ ἄπιστον ἐμαυτῷ ἀπειργάσατο πρὸς μεγίστην παραμυθίαν μου. Το χειρόγραφο επίσης μελέτημά του: «Παλαιοὶ Μητροπολῖται Σερρῶν μὴ περιλαμβανόμενοι ἐν τοῖς μέχρι τοῦδε ὑπάρχουσι καταλόγοις», που είχε προαναγγείλει για εκτύπωση το 1924, για άγνωστους λόγους δε δημοσιεύτηκε ποτέ. Ευσεβής πόθος τέλος παρέμεινε και η σύνθεση ιδιαίτερης μελέτης τῆς γειναμένης ἡμᾶς καὶ θρεψάσης ἱμερτῆς μητρίδος ἡμῶν πολίχνης Ροδολείβους καὶ τῶν πέριξ αὐτῆς ἀνθηρῶν Κοινοτήτων, όπως ομολογεί σε σχετική σημείωση στο τέλος της μονογραφίας του: «Ἡ Δράμα καὶ ἡ Δράβησκος», συμπληρώνοντας δὲν ἐπωλήσαμεν λεκαρίου φακῆς χάριν τὰ πρωτοτόκια ἡμῶν εἰς τὰς ἱστορικὰς πόλεις Σερρῶν καὶ Δράμας προτιμήσαντες αὐτὰς ἐν ταῖς μελέταις ἡμῶν, οὐδὲ καταρραθυμήσαντες περιείδομεν τὴν ὑπερτέραν πρὸς τὴν γεννέθλιον ἡμῶν καὶ ἱερωτέραν ὀφειλὴν ... ἀνεβλήθη ἁπλῶς ἕνεκα τῶν ἀνυπερβλήτων προσκομμάτων περὶ τὴν ἀνεύρεσιν τοῦ σχετικοῦ ὑλικοῦ, ἀπολομένου δυστυχῶς κατὰ τὰς προσφάτους περιπετείας τῆς χώρας καὶ ἡμῶν, ἡ σύνταξις τῆς περὶ τῆς γλυκείας ἡμῶν πατρίδος μελέτης, χωρὶς ποσῶς νὰ παύσῃ αὕτη οὖσα ἱερώτατος καὶ εὐσεβὴς πόθος, διηνεκὲς δὲ ἡμῶν μέλημα. Ἄν ὁ φιλάγαθος Θεὸς εὐδοκήσῃ νὰ μηκύνῃ τῆς ζωῆς ἡμῶν τὰς ἡμέρας, δὲν θὰ βραδύνωμεν νὰ προσφέρωμεν τὰς ταπεινὰς καὶ στοργικὰς ἡμῶν ὑπηρεσίας καὶ πρὸς τὴν πεφιλημένην ἡμῶν γενέτειραν.
Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών για όλους τους παραπάνω λόγους και έχοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στη γνώση της τοπικής ιστορίας, με τη βοήθεια της οποίας επιτυγχάνεται καλύτερα η προσαρμογή στην πολυσύνθετη κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και δομημένη πραγματικότητα του παρόντος, αποφάσισε να προχωρήσει στην παρούσα φωτοαναστατική τρίτη επανέκδοση του δυσεύρετου και πολύτιμου αυτού πονήματος. Σεβόμενοι την αυθεντικότητα του κειμένου ακολουθήσαμε τη σελιδαρίθμηση της σπάνιας Κωνσταντινουπολίτικης έκδοσης, χωρίς περικοπές, εκδοτικές διορθώσεις, βιβλιογραφικές συμπληρώσεις και κάθε άλλου είδους επεμβάσεις. Ελπίζουμε ότι η αρχαΐζουσα μορφή της γλώσσας εκείνης της εποχής, την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, δε θα στερήσει τη χαρά της μελέτης του έργου από το φιλομαθές αναγνωστικό κοινό. Οι τυχόν επίσης αντιρρήσεις σε επιμέρους θέματα του περιεχομένου, που προέκυψαν από τα νεότερα πορίσματα της έρευνας, θεωρούμε ότι δε μειώνουν την αξία και την προσφορά του έργου, για τη συγγραφή του οποίου ο Ευάγγελος Στράτης κατέβαλε τεράστιο κόπο, όπως και ο ίδιος επισημαίνει στον πρόλογό του: ἡμεῖς πρῶτοι ἀνελάβομεν νὰ ἐργασθῶμεν ἐπὶ ἐδάφους ὅλως ἀστιβοῦς καὶ παρθένου, εὐχερῶς θὰ ἀναμετρήσῃ, οἷον ἐπεχειρήσαμεν παγχάλεπον καὶ καματηρότατον ἔργον.
Η έκδοση τέλος αυτή ας θεωρηθεί ότι αποτελεί ταυτοχρόνως φιλολογικό μνημόσυνο και απόδοση φόρου τιμής στη μνήμη του εκλεκτού τέκνου της σερραϊκής γης, του σεμνού και φωτισμένου εκπαιδευτικού, ερευνητή και παραγωγικού συγγραφέα, που δεν έτυχε ομολογουμένως μέχρι σήμερα την οφειλόμενη αναγνώριση και ευγνωμοσύνη από τους συμπολίτες του, μολονότι πρόσφερε τα μέγιστα στην τοπική μας ιστοριογραφική έρευνα και στάθηκε προπομπός σε ό,τι ακολούθησε και θα επακολουθήσει.
Πέτρος Κων. Σαμσάρης
Φιλόλογος-Αρχαιολόγος