Ασπιώτης Ευάγγελος (1921-1999)
Ομιλία του Γιώργου Κυμερλή
στη Μνήμη του Ευάγγελου Ασπιώτη
Επιστήθιος φίλος του Ευάγγελου Ασπιώτη, ο Γιώργος Κυρμελής, κλήθηκε από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων να ομιλήσει για τον ποιητή φίλο του στην πανηγυρική εκδήλωση που οργάνωσε ο Σύνδεσμος στον «ΟΡΦΕΑ» την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2002 με αφορμή την παρουσίαση του τιμητικού τόμου του περιοδικού ΣΙΡΙΣ που εκδίδει, αφιερωμένο , στον Ευάγγελο Ασπιώτη.
Παραθέτουμε την ομιλία του, «συμμετέχοντας» έτσι στην όμορφη, αξιέπαινη και τιμητική εκδήλωση στον ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΑΣΠΙΩΤΗ με τον οποίο ΔΕΝ αξιωθήκαμε να πιούμε τον καφέ στο «ΚΡΟΝΙΟ» όταν επανειλημμένα δώσαμε τηλεφωνικώς το ραντεβού που δεν πραγματοποιήθηκε. Ήθελε να γνωριστούμε και από κοντά μετά την «γνωριμία» μέσω της εφημερίδας και να μας χαρίσει ιδίαις χερσίν τα τελευταία του βιβλία που είχαμε παρουσιάσει στο «Ε.Β.». Τα βιβλία τα έστειλε μέσω της κόρης του, τον καφέ όμως δεν τον ήπιαμε...
Αιωνία σου η Μνήμη Ευάγγελε Ασπιώτη!
Ευχαριστώ θερμά τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Νομού Σερρών που μου έκανε απόψε την τιμήν αυτήν. Τιμή σε ένα βέβηλο στον υπερβατικό κόσμο της Ποίησης. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ την ψυχήν του Συνδέσμου, τον κύριο Πέτρο Σαμσάρη.
Με συγκίνησε η πρωτοβουλία του ν' αφιερώσει τον παρόντα Τόμο στον αείμνηστο ποιητή Ευάγγελο Ασπιώτη. Είναι κι αυτό άλλη μια αναγνώριση μετά την εορτή, σαν τα μεθεόρτια «Χρόνια Πολλά», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Για τα περιτρίμματα είμαστε, οι Έλληνες, πλουσιοπάροχα γενναιόδωροι. Αντιστροφή προτεραιοτήτων. Ας είναι. Εύχομαι να ζήσει ο Σύνδεσμος, με τη συνεισφορά πνεύματος και αίματος, βέβαια όλων, κι όχι των λίγων μοναχικών, να ζήσει χρόνια πολλά και καρποφόρα, σε μια καρποφόρα και λουλουδιασμένη γη, σ' έναν τόπο με τέτοια ιστορία πνευματική, με τόσους ανθρώπους του Πνεύματος, που την έκλεισαν και ακόμη τη στολίζουν. Που υλοτομούν το δύσβατο δάσος της Υπέρβασης, της κάθε Υπέρβασης. Που θηρεύουν το λόγο της Αληθείας, της Μη Λήθης.
Υποβάλλω τα βαθειά μου σέβη στην άξια σύντροφο της ζωής του στην κυρία Θαλίτσα Ασπιώτη, την αγάπη μου στα παιδιά του Νίκο και Ματρώνα με τους συζύγους τους και την βαθειά μου εκτίμηση σε .όλους εσάς, που προσήλθατε στην αποψινή εκδήλωση προπάντων στους Φιλολόγους και τους παρακαλώ να αιμοδοτήσουν τον Σύνδεσμό τους. Η Ποίηση είναι «τόπος» σεισμογενής. Και ιερός. Ατμόσφαιρα εκρηκτική και συγκλονιστική μαζί. Πύρωση ψυχής. Μέθη άλλου γένους. Αλλοίωση και μεταστοιχείωση του Πνεύματος σε αίσθημα, απτό χειροπιαστό. Η Σοφία της είναι η σοφία της Αγάπης, του Σπαραγμού, του Έρωτα, της Ερημώσεως, της Αλώσεως. Κι όλα αυτά σ' ένα ποτάμι λυρισμού. Γιατί αυτό είναι ποίηση: ξεχείλισμα ψυχής, κατά το Σολωμό. Κραδασμός συγκλονιστικός. Ευαισθησία που γεννά νέα ευαισθησία. «Δημιουργημένος δημιουργός» ο ποιητής. Αγγίζει την ψυχή του κόσμου. Παίρνει και δίνει από ψηλά Σε παίρνει από το χέρι, σε περνάει από το Καθαρτήριο και σε ξεναγεί στον κόσμο του όντος, στο βάθος του υπάρχειν, στον κόσμο του υποκειμένου, όπως αναδύεται κατ' εικόνα του πλάσαντος. Σου δείχνει την αληθινή Φύση. Τους λόγους των όντων, τη φλόγα των πραγμάτων. Κεραία λεπτεπίλεπτη και ευαίσθητη που συλλαμβάνει την συμπαντική μουσική. Που ερμηνεύει τα σημάδια των καιρών. Ο ποιητής μιλάει με σύμβολα. Ο λόγος του δεν φανερώνει, ΣΗΜΑΙΝΕΙ. Γι' αυτό είναι προφήτης «Το μεγαλείο του Ποιητή Προφήτη, λέει ο Παλαμάς, δεν είναι πως προλέγει τα μέλλοντα. Είναι πως βροντοφωνεί μιαν αλήθεια κατάσταυρα και των πιο ταπεινών και των πιο δυνατών». Είναι ο χαλαστής και γκρεμιστής. Μα κι ο κτίστης, ο δουλευτής, κι ο λαξευτής του αύριο. Σπανίως του σήμερα, και μάλιστα του σημερινού σήμερα. Στον κόσμο της παντοίας έκπτωσης στο μεσαίωνα της ερημούσης του νοήματος και της λέξης, στον αιώνα, της «έκλειψης του υποκειμένου», στον κόσμο του χθαμαλού και του βοσκηματώδους, στις μέρες της οδύνης του Πνεύματος, της φυματίωσης της ψυχής, στις μέρες μας, που η δειλία και η υποκρισία, η ανανδρία και ο ταρτουφισμός, υψώθηκαν σε αρχές, όπου η αρετή έχασε το νόημα της μαζί και τον ηρωικό της τόνο, ο Ποιητής αποσύρεται. Κι όλοι εμείς νοιώθουμε σαν απελεύθεροι. Κόψαμε και δρέψαμε τους καρπούς των χεριών μας. Ποτιστήκαμε αρκετά με τους δυσώδεις τούτους χυμούς. «Ο απόηχος των δοξολογιών των παντοίων μορφών ολοκληρωτισμού, που θα αποτελούν αιώνια ντροπή για την ανθρωπότητα, ηχούν και τώρα αυτή τη στιγμή στ' αυτιά μας». Καιροί σκληροί. Οι σπαραγμοί αυτοί ξανασμπρώχνουν τον Ποιητή στο προσκήνιο. ’λλος περιφέρεται σαν προφήτης στους δρόμους. Θεωρεί πως η παρουσία του αρκεί. ’λλος φωνάζει ν' ακουστεί σε ώτα μη ακουόντων. Κι άλλος σιωπά και πάλι. Μια σιωπή περισσότερο κραυγαλέα απ' τα παντοειδή κύμβαλα που αλαλάζουν τη μεγάλη πτώση οι αχυράνθρωποι των τηλεοπτικών παραθύρων και ηδονίζονται μ' αυτήν. Σε μια τέτοια εποχή που περιφέρονται σαρκία κι όχι πρόσωπα, σακκούλες με σάρκα και οστά, κι όχι φαγωμένα μάγου λα από την αγωνία και αναγούλα, κάνει την εμφάνιση του ο Ασπιώτης. Κι αρθρώνει το λόγο του. Λόγο μαστιγωτικό. Καθαρό, ευθύ και ειλικρινή. Στυφό στη γλώσσα και παράφωνο στη γενική παραφωνία. Μια παραφωνία γενική, που τελικά κατάντησε να θεωρείται φυσική. Όταν το αφύσικο εκλαμβάνεται ως «κατά φύσιν», είναι επόμενο το «κατά φύσιν» να θεωρείται «παρά φύσιν».
Ο κόσμος δεν αναδίδει πλέον μουσική. «Απέσβετο το λαλόν ύδωρ. Μάταιος κόπος. Μάταια η έκχυση αγάπης, οδύνης και οδυρμού. Ο λόγος απέπτη. Καιρός και πάλι της Σιωπής. Γι' αυτό και την τραγουδάει. Ποιος δεν συγκλονίστηκε από κείνα τα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ: Σιωπή και στη Σιωπή. Εκεί τραγούδησε τους ματαιωμένους πόθους και τα γνήσια ιδανικά και οράματα του. Εκεί έζησε την ερημίαν του Πνεύματος. Την ερημίαν της πόλεως. Εκεί έγραψε τα ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ. Εκεί βυθομέτρησε το είναι και το γίγνεσθαι. Οι «αλάλητοι στεναγμοί» του έγιναν κρουνοί στίχων κι επιστολών. Πύρωση ψυχής. Πηγή δακρύων. Καύσις καρδιάς. Αυτός ο μονόχνωτος κι απόμερος, ο δύσκολος κι ερημικός, αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο χωριστά κι όλους μαζί. Αφουγκράζεται την πνοή κι αναπνοή της συνεχώς βιαζόμενης ζωής και της πόλης αυτής. Εκεί στην ερημία του, από κει, μετέχει στο κοινωνικό γίγνεσθαι κατά έναν ασυνήθη και μοναδικό τρόπο. Κάπου κάπου βγαίνει απ' το σπιτικό του ερημητήριο, βάζει μια φωνή, κατατρομάζει τους Τρώες, τους καθησυχασμένους παρητημένος κι αποχωρεί στη βαθειά σιωπή του. Σιωπή και στη Σιωπή. Υπήρξε και είναι άνθρωπος του Πνεύματος, με κεφαλαίο Π. Έχουμε όλοι μας παρασυρθεί, από τους εμπόρους του πνεύματος να τους θεωρούμε «πνευματικούς» ανθρώπους, ενώ οι άνθρωποι είναι απλά επαγγελματίες του στίχου, ή θαυμάσιοι παραμυθάδες, χωρίς προβληματισμούς, χωρίς συγκλονιστικές βιώσεις και εμβιώσεις της τραγικότητας του είναι και του υπάρχειν. Ο Ασπιώτης ζει την αγωνία των καιρών. Βιοί την καταλυτική κρίση του κόσμου. Ένα μεταφυσικό παράπονο διαπερνά όλα του τα γραφτά. Και τα Χριστιανικά και τα Μεταφυσικά και τα Πολιτικά και τα Νοσταλγικά. Προπάντων την αλληλογραφία του. Ένας καημός πικρός τον σιγοκαίει. Το ποιητικό έργο του Ασπιώτη δεν μπορεί ν' αναλυθεί εύκολα, πόσο μάλλον σύντομα. Εξ άλλου δεν είναι ανάγκη να πιείς τον ωκεανό για να ξεδιψάσεις, αρκεί ένα ποτήρι. Απόψε δε θα πιούμε ούτε ένα. Νομίζω πως είναι καλό να παραμείνω περισσότερο στα Σερραϊκά του σονέτα. Αξίζει τον κόπο.
Πράσινη πόλη και λουλουδιασμένη
σ' έχω βαθειά
μες στην καρδιά κλεισμένη.
Πιότερο σ' αγαπώ
καθώς τα χρόνια
δείχνουν πως η ζωή
μικραίνει
Ένας χείμαρρος Λυρικός πλημμυρίζει τα στήθια του Ασπιώτη, όταν μιλάει για τις Σέρρες, τη δεύτερη και πιότερη αγαπημένη του πατρίδα. Όλες οι πατρίδες μας πληγώνουν. Όπως οι αγάπες, οι ποτέ χαμένες. Γιατί οι αγάπες δε χάνονται, αλίμονο! Όλα μέσα στον ποιητή συντίθενται. Δεμένα αξεδιάλυτα στην αιωνιότητα τ' αντίθετα, που συγκλίνουν και συναινούν και συνθέτουν. Αυτή η Σύνθεση, αυτό το αιώνιο παιχνίδι του κόσμου! Αυτή η συνθετική αρμονία του παντός! Αυτό το συμμετρικό και αυτορρυθμιζόμενο Χάος, απ' όπου ρέει γλαφυρά η ομορφιά του κόσμου, η πλημμύρα της ζωής, η σωτηρία του κόσμου, ο έρωτας της σχέσης, η γλύκα και ταυτόχρονα το μαρτύριο της θυσίας! Αυτά τα ωκεάνια κύματα, οι καυστικοί και δροσεροί άνεμοι, το γλαφυρό αεράκι, η κάψα, ο λίβας κι ο θρασιάς ! Οι συγκλονισμοί στα γήινα τάρταρα, όπως και στις λεπτές ανθρώπινες επιδερμίδες, στα καθάρια κι απόλυντα ματάκια, σ' αυτό το νεύμα των αγγέλων, σ' αυτό το θεϊκό χάδι, αθροισμένα στα αισθησιακά και μυστηριώδη μάτια της Θαλίτσας!! Απ' τη άλλη, η πλουτοφόρα γη των Σερρών, ο ξαγρυπνισμένος καρκινοπαθής καπνεργάτης κι ο λιγνιτωρύχος, η αναμενόμενη ειρήνη, «το γλυκύ και πράγμα και όνομα», η κρινοστόλιστη νύφη, τ' αχόρταγο το μάτι, τα ξεθωριασμένα πάθη, ο συγκλονιστικός μανικός έρωτας, ο θεοφίλητος δικτάτορας, ο ωραιότερος και ποθεινότερος εραστής, δίπλα και μέσα σε μια ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, που την τρώει το σαράκι της ανημπόριας επικουρούμενο από τη στρίγγλα φωνή του πνευματικού δοσίλογου, του ξυλοσχίστη μεταπράτη, του μεταφυτευτή μεταλλλαγμένων υποπροϊόντων, που πολλή και θανατερή για τον τόπο έχουν πέραση τις μέρες αυτές, μα ταυτόχρονα το πανηγύρι του Αϊ Γιαννιού, με τη φρικτή μορφή και το αλλοιωμένο σώμα, τη σάρκα που την έκανε πνεύμα, με τις χίλιες και μία ανατάσεις σε υπερβατικούς κόσμους, στις ακρώρειες του πνεύματος όπου ο αέρας γίνεται ψυχρός μα διάφανος, τούτα όλα είναι οι ποιητικές εναλλαγές, ΠΟΡΕΙΑ ΟΔΥΝΗΣ, ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΛΑΜΠΕΙ, ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ του ποιητή Ευάγγελου Ασπιώτη που αγαπητικά απόψε τον θυμόμιαστε.
Και όλα τούτα συνταιριασμένα στο Σερραϊκό τοπίο. Που παίρνει μιαν άλλη όψη, ένα άλλο μέγεθος, υπερουράνιο, συμπαντικό, θείο μαζί και τραγικό. Είναι τα Σερραϊκά Σονέτα. Ακούστε τίτλους: Γη των Σερρών. Γη πλουτοφόρα. Ηλιοφώτιστη πόλη. Καρποφόροι κάμποι. Ευλογημένη γη. Ψυχής δροσοβόλι.
Σ' αυτή
την ηλιοφωτισμένη πόλη
τα χρόνια μου περνώ.
Γυρνώ στο δρόμο,
βαρύ σταυρό σηκώνοντας στον ώμο
κι έζησα της ζωής τ' αστροποβόλι
Μα βρήκα εδώ
γαλήνιο αραξοβόλι κι έδιωξα κάθε φόβο,
κάθε τρόμο.
Γαλήνη και σιωπή
θα κάνω νόμο (!)
στ' ωραίο της ψυχής
το δροσοβόλι.
Δεν τη,φοβούμαι την οργή του ανέμου
Της χειμωνιάς
τα παγωμένα χιόνια.
Γαλήνια σιωπηλά
κυλούν τα χρόνια
Στοργή κι αγάπη νιώθω
γύρωθέ μου, του μίσους τα δαιμόνια,
τα τελώνια νέας ζωής γινήκανε αηδόνια
Το αστραποβόλι της ζωής τόνιωσε καλά, βαθειά, τραγικά, τελικά, αποκαλυπτικά. ’νεμος παθιασμένος του φυσά το πρόσωπο. Ψάχνει (τούτος ο άνεμος) δίοδο για την ψυχή. Δεν την βρίσκει. Είναι ερμητικά και προσεκτικά κλεισμένη σ' έναν ωραίο κόσμο. Το μεγάλο του μυστικό. Αυτή η πλάστρα δημιουργικότητα, αυτή η νεφελική και υπερβατική ματιά του ποιητή. Που παραμένει μακριά απ' τους κεραυνούς, που ξεσπούν δίπλα του, κομματιάζοντας τους κάθε λογής ορίζοντες. Οργή παθιασμένη του ανέμου. Τη νοιώθουμε καθημερινά. Μας ριπίζει το πρόσωπο, την ύπατη τούτη κατάκτηση του υποκειμένου. Αυτή την ανάδυση του κατ εικόνα. Τούτος ο κοσμικός, σκληρός κι αδυσώπητος άνεμος, τούτη την ΕΙΚΟΝΑ σκοπεύει να καταρρίψει, να την εκ-σωματώσει. Η αιώνια πάλη. Αυτό το μαρτύριο του ’νω και Κάτω. Του Εδώ και Εκεί, του Νυν και Αεί. Της Σάρκας και του Αίματος, της Ψυχής και του Πνεύματος. Του ΕΝΤΕΥΘΕΝ και του ΕΚΕΙΘΕΝ, της Φθοράς και της Αφθαρσίας. Του Χρονικού και του Αιώνιου . Αυτή η πάλη. Αυτή η πείνα και δίψα. Αυτός ο τρομακτικός ορυμαγδός, στα έσχατα βάθη. Που δεν ακούγεται από μας τους ψοφοδεείς, τους παντοτινούς λωτοφάγους, τους δεμένους στα κατάρτια της ασφάλειας και της ραστώνης του εντεύθεν. «Τα παγωμένα χιόνια» που μας μαντρώνουν στη νυσταλέα ζεστασιά της καλοπέρασης, ο ποιητής δεν τα φοβάται. Μάλλον τα νοσταλγεί. Και τα προκαλεί. Είναι η εγρήγορση. Η ματιά του αετού. Το κινούμενο βέλος, «οϊστός κινούμενη».
«Δεν τη φοβούμαι την οργή τ' ανέμου
της χειμωνιάς τα παγωμένα χιόνια»
Τι κι αν όλα τα κακά του κόσμου συνομωτούν δίπλα και γύρω του! Ξέρετε τούτα τα δαιμονικά και ξωτικά, δεν επιμένουν σε μας. Ξέρουν πού να χτυπήσουν. Τούτα «του μίσους τα δαιμόνια, τα τελώνια» χτυπούν τις πιο ευαίσθητες χορδές του κόσμου. Τις χορδές του ποιητή. Δεν του φορτώνουν μόνο τον σταυρό στον ώμο. Εννοούν να χτυπήσουν και τα καρφιά στα χέρια. Κι ο ποιητής σηκώνει το Σταυρό, κι ανοίγει τις παλάμες, σαν Κάποιον ’λλον. Κι αυτή η σταυρική ανάβαση είναι που απρόσμενα, καλύτερα, θαυματουργικά, τον γεμίζει γαλήνη. «Και διώχνει κάθε φόβο, κάθε τρόμο». Είναι ο νόμος του Πνεύματος. Η δροσιά μετά τον καύσωνα. Η γαλήνη μετά το μπουρίνι. Τα αηδόνια στα Κιόσκια, ένα πρωινό μετά τις αστραποβροντές του μεσονυχτίου, γαλήνιο και γαληνό πρωινό.
«Στα Κιόσκια σαν θα πας πρωί τ' αηδόνια
θ' ακούσεις να λαλούν, καθώς χαράζει
στων δένδρων τα πανύψηλα τα κλώνια.
Μέσα σου νιώθεις κάτι πως αλλάζει».
«Στ' ανεμοδαρμένα ύψη» υψώνουμε τον ποιητή, όλοι μας. Τούτα τα ύψη και τα βάθη είναι που κάνουν την ζωή μας άξια. ΟΙ ακρώρειες. Όπου ο αέρας είναι πιο καθαρός, μα και πιο αραιός, διάφανος. Δεν είναι μόνο τα ύψη. Είναι και τα απλά, τα περιφρονημένα, που παίρνουν, το νιώθουμε καλά αυτό στους ποητές - ζωή και πέρα απ' αυτήν. Το απλό κι απρόσμενο για μένα, για τον καθένα μας, τούτο το ανθάκι στο παρτέρι των Αγίων Αποστόλων, εκεί στα Κιόσκια, τούτο το γλυκό σπάσιμο της πρωινής σιωπής, είναι η φωνή της ζωής, το τραγούδι της ύπαρξης, το άγγιγμα των χεριών, το ΓΕΝΗΘΗΤΩ, η φωνή του ποιητή, που καλεί στην ύπαρξη την ανυπαρξία, που μελωδεί. Δεν είναι μόνο η φωνή του αηδονιού στ' ΑΗΔΟΝΙΑ, λίγο πιο πίσω από δω που είμαστε, τόπος καταφυγής πολλές φορές του ποιητή μας. Είναι το αισθητήριο του Ασπιώτη, που δίνει σε μας όλους τους γλυκασμούς της ποιητικής σύλληψης του είναι. «Είναι» αυτό το «υπάρχειν», υπάρχουν πολλών ειδών. Συνήθως κρατάμε στα χέρια, στο νου, στο λογισμό, εκείνο που μετράει και μετριέται. Κι ευτελίζουμε τα πάντα μαζί και τη ζωή μας, για να θυμηθούμε το μεγάλο αλεξανδρινό. Του ποιητή τα δάχτυλα είναι αραιά σε τέτοια πεζά και τετριμμένα. Του ξεφεύγουν τα ξεφτίδα σκόπιμα. Του ποιητή τα χέρια -δίχτυα πυκνά- πιάνουν εκείνα που ξεφεύγουν από εμάς όλους. Το χρυσάφι του βάθους, την αμβροσία του ύψους, μα και την πεπατημένη καθημερινότητα, τούτα τα ταπεινά, μα με το μέγα βάθος, που τα πατάμε χωρίς περίσκεψη κι αιδώ τις μέρες του βίου μας. Σ' αυτό τον κόσμο, σ' αυτό τον βίο τον αβίωτο, νάτος ο ποιητής, νάτη η ευαισθησία, που μας τρελαίνει. Κάθε γωνιά του δρόμου, φορτωμένη μύριες αναμνήσεις, δίνει στον Ασπιώτη μια άλλη γεύση, ένα καινούργιο στίγμα, μιαν αθέατη όψη, ένα καινούργιο πρόσωπο.
«Γλυκά, απαλά που απλώνεται η γαλήνη
στους δρόμους τους στενούς καθώς διαβαίνω
Παντού θα συναντήσω καλωσύνη
και τα όνειρα μου τα καινούργια υφαίνω».
Πλάστης κι υφαντής, όχι μόνο μετέωρος, μα πραγματιστής. Θέλει ν' αλλοιώσει τα πεσμένα, τα πεπτωκότα. Να κάνει πραγματικότητα τα θεία του όνειρα. Να γεμίσει ο κόσμος καλωσύνη, φως ανέσπερο. Να φέξει νέα μέρα, καθώς διαβαίνει, καθώς διαβαίνουμε όλοι, τα στενοσόκακα του βίου. Ν' αλλάξει ο κόσμος όλος. Να φανούν οι λόγοι των πραγμάτων. Οι λόγοι των όντων, το φως που κρύβουν από μας. Τούτο το φως καλείται να μας φέρει ο ποιητής, σαν άλλος προφήτης. Σαν άλλος «βλέπων», να πάρει απ' την πηγή και να σκορπίσει απλόχερα. Ο ποιητής είναι μικρός ιερέας. Φωνάζει, κράζει, κραυγάζει «Δεύτε λάβετε φως!». Αυτό το τελευταίο, τούτος ο αναστάσιμος ύμνος, ήταν η μεγάλη αγάπη του Ασπιώτη. Δεύτε λάβετε, μού λεγε πολλές φορές, μα δεν παίρνουμε, δεν παίρνουν, γίναμε φωτοσβέστες.
Πού είναι Ευάγγελε το φως; «Στην ηλιοφωτισμένη πόλη», την πόλη αυτή, με την αμέτρητη ιστορία, την τροπαιοφόρα. Εδώ που τα τρόπαια διαδέχονταν το ένα τ' άλλο, εδώ στην πόλη τούτη, που τα φλάμπουρα διαδέχονταν οι μιαύροι ίσκιοι της σκλαβιάς, εδώ που η θυσία έγινε κοινή προσταγή, εδώ στην πόλη τούτη τη βυζαντινή, τη Σερβική, την Τούρκικη, του Σλάβου ερωμένη άπαρτη, στην Αθήνα του Βορρά. Σ' αυτή την πόλη, σημαδεύει καινούργιους δρόμους ο ποιητής μας. Σκληρά σκάβοντας τα βάθη ανακαλύπτει πλούσια φλέβα. Κελαρύζει ο αχός του απύθμενου πλούτου της. Το οσφραίνεται, το μυρίζει. Αναγαλιάζει. Ακούστε τη φοβερή, σπάνια ποιητική φράση «ακούω Πνεύμα». Αρκεί αυτή, για να δικαιώσει τον ποιητή. Τι νομίζετε πως τελικά μένει στην προϊούσα φθορά, όπου τα πάντα ρει; Ένας και μόνο λόγος αρκεί. Μια λέξη, ένα νόημα, ακόμη κι ένα από τα, εγκληματικά καταργημένα από την ακηδία μας, σημεία στίξης. Ένα κόμμα, μια άνω τελεία: τα ξέρετε. Αδύνατον, να εξορισθεί στη Σιβηρία. Και πάλι το θαύμα: «Αδύνατον να εξορισθεί». ...»Ακούω Πνεύμα»!! Δεν άκουσα τέτοια φράση ποτέ μέχρι σήμερα. ’κουσα πολλές, θαυματουργές, από μεγάλους πλάστες ποιητές, από Σολωμούς και Παλαμάδες. Τούτη και μόνο να έμενε, θα έκανε τον Ασπιώτη αθάνατο. «Ακούω Πνεύμα». Ακούσατε σεις, φίλοι μου, με τ' αυτιά σας ποτέ Πνεύμα; Ναι, μόνο στα αιώνια ρήματα μιας Βίβλου, όπου η παρουσία του Θεού, γίνεται αισθητή, στον Προφήτη Ηλία εκεί στα ύψη του όρους Χωρήβ, εκεί ακούστηκε το Πνεύμα ως αύρα λεπτή. Μόνο, ίσως, στα «χρύσεια» γράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας βρίσκονται τέτοια άρρητα ρήματα, που συγκλονίζουν και τους πλέον αμύητους. Τούτο το Πνεύμα του μιλάει, μας μιλάει. Αλάλητα για μας Μυστικά, στα βάθη μας, που συνήθως τα ξεχνούμε. Που τα στερέψαμε, ή τα κατάργησε η ακηδία μας. Τούτο λοιπόν το Πνεύμα μιλάει στον ποιητή μας. Κι αυτός αποκρίνεται. Με μια υψηλή, υπερβατική Θεολογία και Φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία που πάει πέρα από το σύνηθες και συμβατικό καλό και κακό.
«Το κρυφομίλημά σου ακούω, Πνέμα,
που ίσα τους δίκιους και τους άδικους δικάζεις
την πόλη να δονεί και να τραντάζει
.........................
Πώς νιώθω την καρδιά μου να σπαράζει
σαν να 'μαι γέννημα δικό της, θρέμα!
Κι ακούω Πνεύμα, μια φωνή να κράζει:
Το ευλογημένο, δοξασμένο χώμα
παντοτεινό σου να το κάνει στρώμα»
Κυρίες και κύριοι
Ο Ασπιώτης γεννήθηκε στα Καρδάμυλα της Χίου. Ας πέρασε τα νεανικά του χρόνια στη Σύρα. Στις Σέρρες ξαναγεννήθηκε. Είναι Σερραίος, τον ξαναγέννησε και τον έκανε όμορφο η σερραϊκή γη, όπως αυτή ξέρει. Είναι, δεν ήταν, συνεχίζει να είναι Σερραίος, στην αιωνιότητα. Γιατί οι Ποιητές δεν πεθαίνουν.
Γιώργος Κυμερλής
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2002