Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Τελευταίος σταθμός Σαλίνα Κρους (David Lale)

Τελευταίος σταθμός Σαλίνα Κρους (David Lale)

Βιβλίο: Συγγραφέας
David Lale
Βιβλίο: Εκδότης
Πάπυρος (Μετάφραση Έλενα Τσουκαλά)
Έτος: 2008
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Στο ολιγόλεπτο φιλμ, στο YouΤube, βλέπουμε έναν δίμετρο μποξέρ να καμαρώνει φορώντας ένα ριγέ παντελονάκι, έτοιμος για πάλη. Πρόκειται για ένα σπάνιο ντοκουμέντο του 1916 με τον εκκεντρικό Άρθουρ Κραβάν, ποιητή, ντανταϊστή, αυτού που δήλωνε «είμαι όλα τα πράγματα, όλα τα ζώα, όλοι οι άνθρωποι». Αυτό όμως που κυρίως εκμεταλλεύτηκε ο Κραβάν ήταν ο δεσμός συγγένειας με έναν άλλο μεγάλο αιρετικό, τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ο Ουάιλντ ήταν θείος του, όμως ο ανιψιός δεν διακρίθηκε τόσο για τα γραπτά του, όσο για το γεγονός ότι ενέπνευσε με τα καμώματά του καλλιτεχνικά κινήματα, καθιστώντας τη ζωή του το σημαντικότερο έργο τέχνης του. Αν σήμερα οι εικαστικοί performers «εγκαθίστανται» στα έργα τους, ο Άρθουρ Κραβάν υπήρξε ένας εν ζωή performer, γι? αυτό άλλωστε τον υιοθέτησαν και οι ντανταϊστές, βρίσκοντας στο διογκωμένο του εγώ την ίδια συμβολική ανατροπή με τον ουρητήρα του Ντισάν που εκτέθηκε για πρώτη φορά ως έργο τέχνης («Η Κρήνη»). «Ο Τελευταίος σταθμός Σαλίνα Κρους» δεν είναι μια ακόμη βιογραφία του Φάμπιαν Αβενάριους Λόιντ που, αργότερα στο μποέμικο Παρίσι, θα μετονομασθεί σε Άρθουρ Κραβάν. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα περιπλάνησης με βασικό ήρωα έναν νεαρό Εγγλέζο που τα προσωπικά του αδιέξοδα βρίσκουν διεξόδους στις περιπέτειες του Κραβάν. Ο αφηγητής ανακαλύπτει τον Κραβάν σε ένα βιβλίο που διαπραγματεύεται το θέμα της αυτοκτονίας. Έχοντας χάσει την μητέρα του από υπερβολική δόση χαπιών, εργάζεται αγκομαχώντας σε γραφείο, έχει μια φίλη που είναι ήδη έγκυος αλλά τίποτε δεν τον ευχαριστεί πια ούτε καν το πρώτο του βιβλίο. Βασανίζεται από αϋπνίες και φοβίες και ενώ διαγράφεται η αυτοκτονική του τάση αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο ακολουθώντας τα βήματα του Άρθουρ Κραβάν. Πρώτος σταθμός το Παρίσι και το κοιμητήριο το Πιέρ Λασέζ όπου αναπαύεται ο Όσκαρ Ουάιλντ. Το 1909 ο Κραβάν έφτανε θριαμβευτικά στο Παρίσι διεκδικώντας δάφνες για ανύπαρκτα ταλέντα όπως και του ζωγράφου. Διεισδύει σε καλλιτεχνικές συντροφιές και εκδίδει το περιοδικό Maintenant σε χασαπόχαρτο. Το πρώτο τεύχος ήταν αφιερωμένο στο θείο του και περιείχε μερικά από τα λίγα του ποιήματα, ενώ στο δεύτερο εξαπολύει επίθεση στον Αντρέ Ζιντ ξεχνώντας τις κοινές «εξορμήσεις» των δύο επιφανών στη Βόρεια Αφρική. Ο προσβληθείς Απολινέρ τον καλεί σε μονομαχία-ευτυχώς που την φοβήθηκαν κι οι δύο. Σε μια προγραμματισμένη διάλεξη κατεβάζει τα παντελόνια του και πυροβολεί στον ταβάνι ξεσηκώνοντας την κατακραυγή του πλήθους. Ξεσπάει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ως λιποτάκτης διαφεύγει στην ουδέτερη Ισπανία κοντά σε άλλους εκπατρισμένους καλλιτέχνες. Ο Πικαμπιά αντικρίζει στο πρόσωπό του το πρότυπο της αμφισβήτησης κάθε αξίας, το μεγαλείο της ασέβειας ενάντια στην μπουρζουαζία. Το κίνημα του ντανταϊσμού ξεκινά με τις «καλύτερες» προϋποθέσεις. Όμως να μην ξεχνιόμαστε: την ιστορία του Κραβάν μας την αφηγείται ο περιπλανώμενος Εγγλέζος του οποίου η αυτοκαταστροφική τάση, μετά και το θάνατο του πατέρα του, επιδεινώνεται. Ψάχνοντας τα ίχνη του Κραβάν αλλού βρίσκει θλιβερά απομεινάρια και αλλού χώρους από τους οποίους έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η ιστορία. Συναντάει παράδοξους τύπους, αλλά σήμερα η παραξενιά της ζωής τους δεν έχει κανέναν δημιουργικό αντίκτυπο ούτε μπορεί να εκληφθεί ως μια δημιουργική αντι-πρόταση. Στη Βαρκελώνη ο Κραβάν πάλεψε σε ένα αγώνα-κοροϊδία με τον Τζακ Τζόνσον και αναγκάστηκαν να φυγαδευτούν για να μην τους λιντσάρει ο κόσμος. Κατά βάθος ο Κραβάν δεν πάλευε ποτέ, όπως και δεν υλοποιούσε κανέναν από τους στόχους του. Μπορούσε απλώς να προκαλεί σε μια εποχή που έβγαινε από τον 19ο αιώνα και αποσταθεροποιούνταν με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Νέα Υόρκη τον περιμένουν οι πρωτοπόροι της τέχνης στην αίθουσα διαλέξεων όμως ο Κραβάν δεν βγάζει τσιμουδιά, προτιμώντας να κατεβάσει και πάλι τα παντελόνια του για να αποθεωθεί κυρίως από τον Μαρσέλ Ντισάν. Εκεί θα γνωρίσει και την ποιήτρια Μίνα Λόι που θα υποκύψει στις ερωτικές ορέξεις του-αν είχε ποτέ άλλες ορέξεις ο Κραβάν πέρα από την αυτοτροφοδότηση του εαυτού του με συνεχείς αλλαγές ταυτοτήτων. Όπως έγραψε και η Λόι αργότερα «είχε ειδωλοποιήσει την ύπαρξή του?». Όμως και στην Αμερική θεωρείται λιποτάκτης, οπότε το πέρασμα στο Μεξικό είναι αναπόφευκτο. Καλεί την Μίνα να πάει να τον βρει. Εξοντωμένοι, δίνουν εξευτελιστικές παραστάσεις σε ένα τσίρκο, περιμένοντας την αποβίβασή τους σε ένα ιστιοφόρο με προορισμό την Αργεντινή. Κάποια στιγμή ο Κραβάν θα μπει μέσα σε μια βάρκα και θα ανοιχτεί στον ωκεανό. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του, κι ας ξέσπασαν μύθοι ότι εθεάθη με άλλα ονόματα σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Ήταν το τέταρτο θύμα της παρέας των ντανταϊστών που θα χανόταν «αυτοκτονικά» και παράδοξα. Ο αφηγητής μας, εξοντωμένος κι αυτός, φτάνει στον τελευταίο σταθμό της ζωής του ινδάλματός του, στη Σαλίνα Κρους, επιδιώκοντας να αποτελειώσει και τη δική του, όμως ούτε αυτό πετυχαίνει τελικά. Απ?όλη την περιπέτεια καταφέρνει (ως λογοτεχνικός ήρωας) να αποτελειώσει το βιβλίο που διαβάζουμε. Βέβαια ο αληθινός συγγραφέας, ο Σκοτσέζος Ντέιβιντ Λαλέ, ταξίδεψε αληθινά στα ίδια τοπία όπου περιπλανήθηκε ο Κραβάν, απόδειξη οι υποβλητικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα κεφάλαια του βιβλίου. Οι δύο ιστορίες τρέχουν ταυτόχρονα και ανόμοια: η μία σαν δημοσιογραφική έρευνα για τη ζωή του Κραβάν και η άλλη, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με τη μορφή εξομολόγησης. Τολμηρή και άνιση η σύζευξη, με την λογοτεχνία να γέρνει προς την πλευρά του αφηγητή. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντέιβιντ Λαλέ γράφει ένα κινηματογραφικού ρυθμού μυθιστόρημα για έναν τσαρλατάνο, έναν χαμαιλέοντα, που θέτει το θέμα «της ζωής ως τέχνη» κάτι που τήρησαν η γενιά των Μπητ, τα πανκ συγκροτήματα και υποστήριξαν διανούμενοι όπως ο Γκι Ντεμπόρ, αρχής γενομένης από τον Αντρέ Μπρετόν που αγιοποίησε τον Κραβάν. Για τον ίδιο έγραψε τραγούδι ο Πασκάλ Κομελάντ, χώρια που ένα ιταλικό electronica συγκρότημα πήρε το όνομά του. Τη δεκαετία του ?20 Ρενέ Κλερ γύρισε μια σουρεαλιστική ταινία για τη ζωή του. Μια αντίστοιχη ταινία, τη δεκαετία του ογδόντα, του Isaki Lacuesta, βρήκε τον σκηνοθέτη της να τον πατάει αυτοκίνητο. Στην εποχή μας που γέμισε διάσημους των δεκαπέντε λεπτών και καταναλώσιμες ιστοριούλες, η περίπτωση του Άρθουρ Κραβάν φαντάζει πιο «αυθεντική» γιατί, όπως δήλωσε κι ο ίδιος, «είμαι ο προφήτης μιας καινούργιας ζωής, και είμαι ο μόνος που τη ζει». Θεόδωρος Γρηγοριάδης ΝΕΑ βιβλιοδρόμιο 30 Αυγούστου 2008