Κωμωδία (Αχιλλέας Κυριακίδης)
Λέγεται, συχνά-πυκνά, πως είναι αδιαπραγμάτευτη η σύνδεση της λογοτεχνίας με το χιούμορόπως, επίσης, ακούγεται, ένθεν κι ένθεν, πως, ειδικά σήμερα, η λογοτεχνία, και η τέχνη γενικά, οφείλουν ν αγγίξουν τα όρια του σαρκασμού, προκειμένου να καταδείξουν και ν αναδείξουν, και με αυτόν τον τρόπο, τη θέση τους έναντι της εκάστοτε πραγματικότητας πόσω μάλλον της σημερινής. Το χιούμορ και ο σαρκασμός υπήρξαν πάντοτε μερικά από τα βαρέα όπλα της εμπροσθοφυλακής της τέχνης σε καιρούς δύσκολους και -γιατί όχι;- πονηρούς. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι ένας απ τους συγγραφείς που, με την καινούργια του νουβέλα, πατά ακριβώς σ όσα αναφέραμε και, χρησιμοποιώντας το αφηγηματικό του οπλοστάσιο, δημιουργεί μία τρύπα σε μια εντελώς ρουτινιάρικη φυσιογνωμία, όπως είναι ο ήρωάς του, επιτρέποντας, έτσι, να εισέλθει λίγο αεράκι καυστικής κριτικής στο σήμερα. Ο ήρωας, λοιπόν, της νουβέλας, ο Δ.Χ., και μόνο που κάθε μέρα ξυπνά από κάποιον ταραγμένο, βαθύ, ανήσυχο, παρανοϊκό ύπνο, ανατέμνει τον σύγχρονο μικροαστισμό, τη βολεμένη κουλτούρα της εποχής μας, την, εν είδει ρομπότ, προσεκτική ζωή εκείνων που έχουν ταχθεί σε μια ρουτίνα περιχαρακωμένη και αδιαπέραστη. Το σημαντικό, βέβαια, στοιχείο της νουβέλας είναι άλλο. Ο Κυριακίδης δίνει τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας, με μιαν αγανάκτηση να τις διατρέχει όλες. Θέλει, με τους τέσσερις «διαφορετικούς» ήρωες που συνοψίζουν τον ίδιο ψυχισμό, να σκιαγραφήσει τέσσερις πτυχές του κοινωνικού μας βίου: του μικροαστού υπαλληλίσκου, του λογοτέχνη, του επιστήμονα και του περιθωριακού. Το ζήτημα είναι, σαφώς, πως «νικητής» μοιάζει ο μικροαστός υπαλληλίσκοςτο απόγειο του κυριακίδειου σαρκασμού, προφανέστατα. Μ ένα πλήρως συμπυκνωμένο, γλωσσικά και αισθητικά, κείμενο, με μιαν αλλοπρόσαλλη διάθεση να κατακερματίσει τη σύγχρονη κοινωνική μας κουλτούρα, ο Κυριακίδης δεν αφήνει, όπως σχεδόν πάντοτε κάνει, τον αναγνώστη του σε ησυχία τον αναγκάζει να φανερώσει, όσο του αναλογεί, το συμβιβασμένο, βαθιά κρυμμένο του κομμάτι, πρώτα και κύρια, στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτό, όσο να πεις, είναι μεγάλο κέρδος για όλους και όλες μας. Δημήτρης Αθηνάκης Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», στις 18/01/2011