Πέρα από το μαύρο (Hilary Mantel)
Ένα παχύσαρκο και αινιγματικό μέντιουμ, η Άλισον, μαζί με την καπάτσα βοηθό της περιοδεύουν στα απρόσωπα προάστια του Λονδίνου επικοινωνώντας με τους πεθαμένους και διαβάζοντας τις σκέψεις των ζωντανών. Όμως η Άλισον καταδιώκεται από τα δικά της πνεύματα, αναζητώντας λύτρωση από βασανιστικά ερωτήματα του παρελθόντος. Στην μαύρη κωμωδία της Χίλαρι Μαντέλ, «Πέρα από το μαύρο», νεκροί και ζωντανοί συνυπάρχουν σε ένα σύγχρονο κόσμο, εκείνον της δεκαετίας του Τόνι Μπλερ, δίνοντας έτσι μια αλληγορική διάσταση στη μαυρίλα και την απελπισία των ανθρώπων. Η αφράτη Άλισον αποφεύγει το Λονδίνο, ως κέντρο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, διαλέγοντας τα γκρίζα περίχωρα όπου βρίσκει φτηνές αίθουσες σε παρηκμασμένα ξενοδοχεία και πιο ευάλωτους ακροατές στο σόου που στήνει κάθε τόσο, στην σκηνή. Πρόκειται για μια Πυθία του εικοστού αιώνα που καθηλώνει το κοινό της κατευθύνοντάς το προς τις απαντήσεις που αναζητούν και που «συνομιλεί» ακόμη και με τη πριγκίπισσα Νταϊάνα, λίγες ώρες μετά τον θάνατό της. Η Άλισον πιστεύει ότι το Κακό κυβερνάει τον κόσμο και ότι οι κακοί δεν γίνονται καλύτεροι μετά θάνατον, όμως αποφεύγει να κατονομάζει τη λέξη. «Δεν θα ξεστόμιζε ποτέ τη λέξη «θάνατος», αν μπορούσε να το αποφύγει. Παρόλο που το τραβούσε ο οργανισμός τους, παρόλο που τους άξιζε να φοβηθούν, ποτέ της όσο ήταν με τους πελάτες της δεν θα έκανε την παραμικρή νύξη, ούτε θα τους εκμυστηρευόταν την πραγματικότητα για ό,τι βρίσκεται πέρα από το μαύρο». Κουρασμένη από τα «Φεστιβάλ μέντιουμ» θα αναζητήσει μία βοηθό και έτσι η Κολέτ θα έρθει κοντά της, πάνω που επιθυμούσε κι εκείνη απαντήσεις για την κακή της τύχη στη χειρομαντία και τον αποκρυφισμό. Ο Γκάβιν δεν είναι πια ο άντρας που είχε παντρευτεί, άσε που ισχυρίζεται ότι τα έφτιαξε με ένα μοντέλο-ο ανέραστος! Ανάμεσα στις δύο γυναίκες αναπτύσσεται μια δυνατή σχέση εξάρτησης, αλληλοθαυμασμού αλλά και έντονων διακπλητισμών. Η Κολέτ, από τη μια προσπαθεί να τιθασεύσει τη βουλιμία και το ζάχαρο της Άλισον, από την άλλη αγωνιά για τα πνεύματα που την περιστοιχίζουν και τα οποία αποτελούν μια παράλληλη πραγματικότητα για την Άλισον. Στις σπαρτατιστές στιγμές, ανάμεσα στις δύο γυναίκες, παρεμβάλλονται ένα τσούρμο ενοχλητικά πνεύματα, με επικεφαλής τον Μόρις, τον κοντοπίθαρο «οδηγό-πνεύμα», βλάσφημο και επιδειξία που βάλθηκε να κάνει ακόμη πιο μαύρη τη ζωή της Άλισον. Η εύστροφη και πραγματίστρια Κολέτ πείθει την Άλισον να γράψουν ένα μια εκλαϊκευμένη βιογραφία όπου η Άλισον θα μιλάει για τις εμπειρίες της. Ελπίζει ότι έτσι θα την αναγκάσει να μιλήσει για το ταραγμένο της παρελθόν. Γιατί, η υπερευαίσθητη και χειμαρρώδης Άλισον, δεν γνωρίζει καν τον πατέρα της, μεγάλωσε με ένα μέντιουμ που την αποκαλούσε γιαγιά ενώ θυμάται, σαν σκιές στη μαύρη νύχτα, τη μάνα της να συνδιαλλέγεται με πολλούς άντρες και να έχει μια φίλη, μια Γκλόρια, της οποίας το πτώμα βρέθηκε τεμαχισμένο στη μπανιέρα. Η ηχογραφημένη συνέντευξη των δύο γυναικών εμποδίζεται από τις φωνές των πνευμάτων που θυμίζουν τα ξωτικά στα έργα του Σέξπιρ (η Άλισον χρησιμοποιεί σεξπιρικούς στίχους στις δικές της ατάκες σε ένα ετυμόλογο και σαρκαστικό συμπίλημα). Οι δυο τους αναγκάζονται να μετακομίσουν σε μια νεόπλουτη και απρόσωπη περιοχή, γεμάτη ανασφαλείς και ενοχλητικούς γειτόνους που τις περνάνε για λεσβίες. Εκεί, στην αποθηκούλα, η Άλισον θα βρει κρυμμένον έναν άσπιτο αλήτη και θα τον φροντίζει με μυστικότητα, φοβούμενη την υπολογίστρια και αγριεμένη Κολέτ. Οι δύο φίλες έχουν αρχίσει να διαφωνούν δυναμικά. Η Κολέτ δεν αντέχει τον αόρατο κόσμο της Άλισον, κι εκείνη δεν αντέχει άλλη μία καταπίεση στο κεφάλι της που είναι ένας στρόβιλος παραισθητικών προβολών. Η επεισοδιακή αποχώρηση της Κολέτ θα σημάνει και την απαρχή της κατάρρευσης της Άλισον και της τελικής διαμάχης με τα πνεύματα. Για μία γυναίκα, που μπορούσε να επανασυνδέσει συγγενικές ρίζες και μισοξεχασμένες ιστορικές μνήμες στον ισχνό και ανιστόρητο ιστό της αγγλικής κοινωνίας, είναι απορίας άξιον πώς δεν κατάφερε τόσα χρόνια να ξορκίσει τα δικά της στοιχειά. Κι εδώ εντοπίζεται η δεξιότητα του ?καλομεταφρασμένου- μυθιστορήματος που, ενώ περιγράφει την Άλισον και τα φαντάσματά της με ρεαλιστικότητα, ουδέποτε παραδίνεται στο υπερφυσικό και στο αποκρυφιστικό ως μυθιστορηματικό είδος. Η Άλισον πράγματι περιφέρεται σαν ένα πνεύμα ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Τώρα όμως έφτασε η στιγμή να συγκρουστεί με τα φαντάσματα που την καταδιώκουν. Η παιδική της ηλικία αναπηδάει μέσα από αποσπασματικές μνήμες, όπου επαναφέρονται οι εραστές της μάνας της, οι δικοί της βιαστές, η εικόνα της ίδιας ?μια εννιάχρονη μαθήτρια που δεν πατάει στο σχολείο- με ένα ψαλίδι στο χέρι, απειλητική και επικίνδυνη, σαν το κοριτσάκι στον «Εξορκιστή». Η ΄Αλισον, ενεργοποιώντας τις ύστατες δυνάμεις της, συνειδητοποιεί ότι είναι μια μόνη, απελπισμένη γυναίκα, που θα πρέπει να ξανασκοτώσει τα καθάρματα και να καθαρίσει το ψαλίδι από το αίμα. Τώρα ξέρει τι σήμαιναν οι φωνές που παρεμβάλονταν και τίνων γεγονότων προβολές ήταν οι εφιάλτες της. Η Χίλαρι Μαντέλ, γεννημένη το 1952, σπούδασε νομικά και έζησε πολλά χρόνια στη Νότια Αφρική και την Σαουδική Αραβία. Με εννιά μυθιστορήματα (στα ελληνικά «Η αλλαγή κλίματος», 1996 εκδόσεις Νεφέλη) και υποψήφια για πολλά βραβεία θεωρείται μια από τις πιο σοβαρές λογοτεχνικές φωνές της αγγλικής λογοτεχνίας, άξια συνεχίστρια της Μιούριελ Σπαρκ (την οποία λατρεύει) και του Γκρέϊαμ Γκριν. Παρά το γεγονός ότι το «Πέρα από το μαύρο» αγγίζει τις διαστάσεις ενός εθνικού αγγλικού μυθιστορήματος -τύπου «Τι ωραίο πλιάτσικο»- διατηρεί τις οικουμενικές του διαστάσεις καθώς επικεντρώνεται στον ανθρώπινο ψυχισμό και πως αυτός ταλανίζεται στις εύθραυστες δυτικές κοινωνίες. Στην εισαγωγή του αφιερώματος, του λογοτεχνικού περιοδικού Granta, «Καλύτεροι βρετανοί μυθιστοριογράφοι 2003» η Χίλαρι Μαντέλ, ως μέλος της κριτικής επιτροπής, ομολογεί ότι αυτό που περιμένει από ένα μυθιστόρημα είναι τα «νέα», φερμένα «από ξένα μέρη ή από άλλες εποχές, κατάλληλα μεταφερμένα στο χαρτί?ή ίσως να είναι νέα από το μη αρθρώσιμο, από αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν με τη δική τους φωνή (ή από αυτούς που δεν μπορούμε να ακούσουμε)?». Έτσι κι η ίδια μας φέρνει «νέα» από έναν ζοφερό κόσμο, φτιάχνοντας μιαν αξεπέραστη ηρωίδα σε ένα διαβρωτικό και διασκεδαστικό μυθιστόρημα που, παρά την έλλειψη εξωτερικής πλοκής, μας καθηλώνει σε μια υπερβατική πραγματικότητα που μόνον η λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει πειστικά.