Η απειλή (Γουίλιαμ Πόιντ)
Μάνα και κόρη στις εξοχές του Οξφορντσάϊρ ένα ζεστό καλοκαίρι του 1976. Η μάνα, η Σάλιν Γκιλμάρτιν, δίνει στην κόρη της να διαβάσει κάποια χειρόγραφα με τον τίτλο Η ιστορία της Εύας Ντελεκτόρσκαγια. «Ποια είναι πάλι αυτή;» απορεί η κόρη. «Εγώ» λέει η Σάλιν. «Εγώ είμαι η Εύα Ντελεκτόρσκαγια». Από το πρώτο κεφάλαιο ο Γουίλιαμ Μπόιντ μας προϊδεάζει ότι δεν θα παρακολουθήσουμε μια καθημερινή ιστορία μάνας και κόρης που είναι και οι βασικές ηρωίδες του ένατου μυθιστορήματός του. Αμφότερες ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα πρότυπα της ζωής. Η εξηνταεξάχρονη μάνα ζει απομονωμένη στις εξοχές, έχοντας αγοράσει ένα ανακαινισμένο αρχοντικό. Ολομόναχη, σε επιφυλακή, παρατηρεί μακριά το Δάσος των Μαγισσών, περιμένοντας να ξεπροβάλλει από μέσα ένας αόρατος εχθρός. Η εικοσιεννιάχρονη κόρη της, η Ρουθ, διαισθάνεται αυτή την ατμόσφαιρα, ότι η μάνα της «βλέπει» κάποιον, κάποιον που θα έρθει να την πάρει κι έτσι η απειλή της παιδικής της ηλικίας θα γίνει πραγματικότητα. Φαίνεται μέστωσε η στιγμή να παραδώσει η Σάλιν το μεγάλο της μυστικό στην κόρη και όχι μόνον. Μαζί με την ζωή της σε χειρόγραφα, που της τα παραδίδει σταδιακά, αφήνει να εννοηθεί ότι θα την εμπλέξει και στην υπόθεση που πάει πίσω σαράντα χρόνια πριν, τότε που η Σάλιν πράγματι λεγόταν Εύα. Νέα και όμορφη κοπέλα, στην κηδεία του αδικοχαμένου αδελφού της, θα την προσεγγίσει ένα αινιγματικός Άγγλος, ο Λούκας Ρόμερ, αφού της εξηγήσει ότι τον Κόλια τον σκότωσαν οι Ναζί. Θα την επιστρατεύσει στις μυστικές Βρετανικές Υπηρεσίες: αυτήν, μια νεαρή Ρωσίδα, μιας αποδιωγμένης από την Ρωσία οικογένειας το 1917, που επέλεξαν- ύστερα από περιπλανήσεις σε όλον τον κόσμο- να ζήσουν στο Παρίσι. Μόνον που αυτή τη φορά η περιπλάνηση της Εύας θα έχει ένα διαφορετικό σκοπό και χαρακτήρα ?για να μην πούμε πολλούς χαρακτήρες. Η ζωή της Εύχα στο εξής θα είναι μια διαρκής μεταμφίεση και υπόκριση ρόλων. Ξεκινώντας ως Ιβ Ντόλτον, θα καταλήξει τουλάχιστον με πέντε διαφορετικές ταυτότητες σε τρεις ηπείρους, βοηθώντας το έργο των Βρετανών που θέλουν να προετοιμάσουν τον κόσμο και ειδικά την Αμερική για τον επερχόμενο πόλεμο και την εισβολή της Γερμανίας. Η Εύα μαθαίνει να ζει μόνη της, να μην εμπιστεύεται κανέναν παρά μόνον το έργο της στο Βρετανικό Συντονισμό Ασφαλείας, δηλαδή την διασπορά ψευδών ανησυχητικών ειδήσεων που, μέσα από πολλαπλά δίκτυα μέσων ενημέρωσης, αναμεταδίδονται σε ενδιαφερόμενους παραλήπτες παγκοσμίως. Βρισκόμαστε στις κρίσιμες χρονιές 1939-1942, που σημαίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Εύα βρίσκεται μπλεγμένη μέσα στην Ιστορία, και με δυνατότητες να επηρρεάσει κατά κάποιον τρόπο τις εξελίξεις. Σε αυτή την φάση έχει μόνιμο καθοδηγητή τον Λούκας Ρόμερ με τον οποίο θα συνδεθεί ερωτικά με μια δυνατή έλξη, μοιραία όπως θα αποδεχθεί στην συνέχεια. Οι καταγραμμένες περιπέτειες της κατασκόπου μητέρας αναστατώνουν την ήδη ταραγμένη ζωή της Ρουθ που ταυτόχρονα είναι και ανύπαντρη μητέρα. Έχει να θρέψει ένα γιο, από Γερμανό πατέρα τριών παιδιών, να ετοιμάσει μια διατριβή πάνω στα ταραγμένα χρόνια του πολέμου στη Γερμανία και να βγάζει τα προς το ζην διδάσκοντας αγγλικά ως ξένη γλώσσα σε αλλοδαπούς ενήλικες φοιτητές. Κατεβάζει μπουκάλια κρασί, στρίβει τσιγαριλίκια, έχει να αντιμετωπίσει τον ερωτευμένο Χαμίντ, Πέρση μαθητή της και ενεργοποιημένο αντι-Σαχικό. Όμως αυτό που την βασανίζει είναι «πόσο λίγα ξέρουμε στ? αλήθεια για τους γονείς μας, πόσο αόριστες και απροσδιόριστες είναι οι βιογραφίες τους, σχεδόν σαν τους βίους των αγίων-όλο μύθους κι ανέκδοτα-, εκτός κι αν κάνουμε τον κόπο να σκάψουμε πιο βαθιά». Σκάβοντας βαθιά για το παρελθόν της μάνας της αντικρύζει και τη δική της ζωή, μετέωρη, μονότονη, χωρίς τους θρύλους της κατασκόπου Εύας. Οι δύο ιστορίες τρέχουν παράλληλα από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Η ιστορία της Εύας γραμμένη με τον παλιό συναρπαστικό τρόπο του κατασκοπικού μυθιστορήματος, με δόσεις Γκρέιαμ Γκριν, Τζον Λε Καρέ αλλά και Ζωρζ Σιμενόν. Η ιστορία της Ρουθ διατηρεί μια εξοργιστική απλότητα ίσως για να καταδειχτεί η διαφορά δράσης ανάμεσα στις εποχές και τις ιστορικές στιγμές που εκπροσωπούν η κάθε γυναίκα. Σε μια στιγμή αλληλοεμπλέκονται, όταν μάνα και κόρη συζητούν ανοιχτά και «συνεργάζονται». Την ίδια στιγμή ο Γερμανός «κουνιάδος» της Ρουθ έρχεται απρόσκλητος στη Οξφόρδη, επιβαρυμένος με διασυνδέσεις με την Φράξια του Κόκκινου Στρατού. Οι καθόλου τυχαίες οι αναφορές στην Ιρανική ΣΑΒΑΚ και στη δίκη Μπάαντερ Μαϊνχοφ δημιουργούν το πλαίσιο μιας επερχόμενης αστάθειας, της νεοτρομοκρατίας που θα κυριαρχήσει από Ευρώπη μέχρι Ανατολή. Η Ρουθ θα ενεργοποιηθεί μέσα από τη ζωή της μάνα της, θα βοηθήσει στην κάθαρση και το ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών, αλλά όχι στην ανακούφιση της Εύας γιατί πώς να χαλαρώσεις ύστερα από τόσα χρόνια απόκρυψης και ετερομορφίας; Άλλωστε, εκεί στο βάθος, στην αρχή του δάσους, όσο τα δέντρα θα σαλεύουνε ανησυχητικά στον άνεμο, κανείς δεν θα μπορεί πια να είναι ήσυχος. Ο Γουίλιαμ Μπόιντ, γεννημένος στην Γκάνα από Σκοτσέζους γονείς, έδρεψε αρκετές λογοτεχνικές δάφνες. Ανήκει στην γενιά του Μάρτιν Έιμις, της Πατ Μπάρκερ, του Ίαν ΜακΓιούαν, του Καζούο Ισιγκούρο (οι καλύτεροι νέοι Βρετανοί μυθιστοριογράφοι στο Granta 1983). Έγραψε εννιά μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και 13 σενάρια για τον κινηματογράφο. Οι περιπλανήσεις του στον κόσμο του έδωσαν τη δυνατότητα να γράφει για ξεχωριστά σημεία του κόσμου («Το Γαλάζιο απόγευμα», Ωκεανίδα), η απομάκρυνσή του από τη Βρετανία τον εξόπλισε με το μάτι της διαφορετικότητας, ενώ στα θέματά του η ιστορία της Ευρώπης στον εικοστό αιώνα παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Αγάπησε τις κατασκοπικές ιστορίες, τις διάβασε, είδε στις μέρες του να αποκαλύπτονται μυστικά και αινιγματικοί κώδικες και καταπιάστηκε με το θέμα αυτό και σε προηγούμενα βιβλία του. Σε μια κατασκοπική ιστορία δεν έχεις να κάνεις μόνο με την εξαπάτηση αλλά και την ταυτότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μπόιντ έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο, αφιερωμένο στον... αδήλωτο εξπρεσιονιστή ζωγράφο Νατ Τέιτ, που υπήρξε εραστής της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ και μάλιστα γνώρισε μεγάλη κριτική αποδοχή εξαπατώντας βιβλιοκριτικούς και τεχνοκριτικούς. Στο κάτω κάτω μυθοπλασία σημαίνει πλάνη και πλάσιμο κι ο Γουίλιαμ Μποϊντ τα καταφέρνει περίφημα αναβαθμίζοντας το «κατασκοπικό μυθιστορηματικό είδος» σε «λογοτεχνικό» πράγμα που σημαίνει ότι, ενώ η απίστευτη ιστορία της Εύας Ντελεκτόσκαγια στα χέρια ενός συγγραφέα κατασκοπικών βιβλίων θα συνεχιζόταν σε άλλα δέκα βιβλία, στην «Απειλή» μοιράζεται τα μισά κεφάλαια ενός συναρπαστικού βιβλίου που μάλλον δεν υπόσχεται άλλες συνέχειες. Κρίμα? Θεόδωρος Γρηγοριάδης Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο 6 Μαίου 2008