Εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής (Μισέλ Ουλμπέκ)
Όταν ο Ουελμπέκ συνάντησε τον Λάβκραφτ Εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στον Γάλλο συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ και τον Χ.Φ. Λάβκραφτ συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας του περασμένου αιώνα μέσα από ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα μανιφέστο πάνω στην γραφή, την απόκοσμη δημιουργία και την μισανθρωπιά. Θα χαρακτηρίζαμε την έκδοση αυτού του κειμένου ως ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Συμβαδίζει με την αμερικανική έκδοση του βιβλίου, το 2005, από τον εκδοτικό οίκο McSweeny?s του δραστήριου συγγραφέα Ντέιβ Έγκερς. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Ουελμπέκ, γραμμένο το 1991 και ίσως είναι καλύτερα που βγαίνει τώρα αφού διερμηνεύει τα μετέπειτα έργα του και αποτελεί μια διακήρυξη των λογοτεχνικών του προσανατολισμών. Μια σχέση αντίστοιχη του Αλμπέρ Καμύ με τον «Μύθο του Σίσυφου». Οι αναγνώστες, που γνωρίζουν μερικώς το έργο του Ουελμπέκ αλλά καθόλου τον Χ.Β. Λάβκραφτ, δεν χρειάζεται να ανησυχούν. Το κείμενο γράφτηκε, όπως δηλώνει και ο Ουελμπέκ, ως ένα μυθιστόρημα, το πρώτο του μυθιστόρημα. Κατά βάθος πρόκειται για ένα προσωπικό γραπτό πάνω στη ζωή, στο έργο και στις ιδέες ενός από τους πιο περίπλοκους και αλλόκοτους συγγραφείς του περασμένου αιώνα. Ο Λάβκραφτ γεννήθηκε το 1890 από διαταραγμένους συναισθηματικά γονείς και ήδη στα 18 του βίωνε την πρώτη του νευρική κατάρρευση και ένα είδος «ληθαργικού τρόμου». Κλεισμένος στον εαυτό του και απόκοσμος έζησε γεμάτος στερήσεις, βιώνοντας την αποτυχία της ζωής στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της, μεταγράφοντας τα όνειρά του σε ένα προσωπικό σύμπαν όπου τα μόνα ανθρώπινα συναισθήματα ήταν ο θαυμασμός και ο φόβος. Για να επιβιώσει διόρθωνε βιβλία και αρκούνταν στα βασικά. Χωρίς πίστη, χωρίς συναισθήματα, αρνιόταν πεισματικά να «πουληθεί», δεν έκανε καμία παραχώρηση στους εκδότες παραδίδοντάς τους λερωμένα και τσαλακωμένα χειρόγραφα. Στην πραγματικότητα ήταν εναντίον του εαυτού του. Ο Ουελμπέκ επικεντρώνεται στη δημιουργική φάση του Λάβκραφτ. Ο μοναχικός και εξεζητημένος αριστοκράτης της Νέας Αγγλίας αναζήτησε σε κόσμους, ασύλληπτους για τα απλά μυαλά του μέσου Αμερικανού, τοποθεσίες ακατάταχτες και δημιούργησε όντα ακατονόμαστα, πλάστης μοναδικός στο χώρο του φανταστικού. Ποτέ δεν ήταν αυτού του κόσμου ο Λάβκραφτ και έκανε το παν να στραφεί εναντίον του. Δεν τοποθέτησε βόμβες σε εμπορικά κέντα πάντως, όμως έβαλε βόμβες στη ρεαλιστική γραφή που ακόμη άδικα ταλανίζει συγγραφείς και αναγνώστες. Ο Λάβκραφτ το πέτυχε με έναν θεματικά αντι-ρεαλιστικό τρόπο και με ένα ύφος «που δεν είναι απολύτως λογοτεχνικό». Ενσωμάτωσε γνώσεις από τα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες, τις εξισώσεις κβαντικής μηχανικής. Χάος και κόλαση επί της γης. Στόχος του να δημιουργήσει ένα πλάσμα που δεν είναι εντελώς σαν άνθρωπος, ένα απερίγραπτο ον που δεν ψυχολογείται φροϋδικά. Θιασώτης του Πόε, λογοτέχνης του ονείρου. Ούτε μια στάλα ρεαλισμού παραπάνω για τον Λάβκραφτ. Για όσους αποστρέφονται τη ζωή τα βιβλία του ήταν παραδεισένιες οάσεις όπου ανεξιχνίαστες χώρες κατοικούνται από ξένες διάνοιες που περιφρονούν το ανθρώπινο είδος. Τερατόμορφες υπάρξεις που δεν θυμίζουν καθόλου εμάς και έρχονται από αδιανόητους και άφατους κόσμους. Τρόμος παντού, απελπισία, έκσταση, φόβος. Ένα έργο ζοφερό, μπαρόκ, που η προσέγγισή του προϋποθέτει μύηση, τελετουργία. Ο Λάβκραφτ καθιδρύει μύθο, δεν τον νοιάζει να παράγει λογοτεχνία, δεν μετράει εκδόσεις και αντίτυπα. Κάποιοι επίγονοι συγγραφείς και κληρονόμοι σήμερα βγάζουν εκατομμύρια από τα έργα του, ενώ εκείνος πουλούσε τα έπιπλά του για να επιβιώσει. Η Νέα Υόρκη, όπου μετακόμισε, τον είχε καταβάλει και του πολλαπλασίασε όλα τα ρατσιστικά κύτταρα. Η μοναδική γυναίκα που στάθηκε δίπλα του δεν τον άντεξε για πολύ. Ρατσιστής, αντιδραστικός, λάτρης του Χίτλερ, θεωρεί την αγγλοσαξονική φυλή ανώτατη. Οραματιστής, ποιητής, απόστολος της αντι-ζωής, αντέστρεψε την χριστιανική θεματική. Ένας βιογράφος του, ύστερα από 500 σελίδες εργασίας, ομολογεί: «Δεν έχω καταλάβει απολύτως ποιος ήταν ακριβώς ο Χ.Β.Λάβκραφτ». Ούτε και στις εκατό χιλιάδες επιστολές του μπορείς να κατανοήσεις τις εσχατιές της ψυχής του. Αυτόν τον ακατανόητο άνθρωπο επέλεξε ως συγγραφικό πρότυπο ο Ουελμπέκ, αφού τον πρωτοδιάβασε στα δεκάξι του, γράφοντας μια λογοτεχνική αντι-βιογραφία, ένα ύμνο στο πάθος της έκφρασης που, όταν είναι ολοκληρωτικό, παράγει αυθεντικό έργο: η λογοτεχνία έρχεται μετά, αν έρθει. Στην περίπτωση του Λάβκραφτ, μετά το θάνατό του πολλαπλασιάστηκαν οι ορδές των αναγνωστών και οι περιφρονητικές μαχαιριές των κριτικών. Όσοι τον απέρριψαν στην εποχή του, όπως ο κριτικός Έντμουντ Γουίλσον, ευτυχώς δεν ζούνε για να δούνε, δίπλα στα δοκίμιά τους, σε πλήρη αποκατάσταση από την Βιβλιοθήκη της Αμερικής, την συγκεντρωτική έκδοση του Λάβκραφτ. Και το χειρότερο: αυτός να διαβάζεται ακόμη ενώ εκείνοι να αφορούν κάποιους ακαδημαϊκούς, βυθισμένους σε μια πληκτική μπερζέρα. Το έργο του Λάβκραφτ λατρεύτηκε από θυμωμένους εφήβους, αναγνώστες του φανταστικού αλλά και από αναγνωρισμένους συγγραφείς, όπως η Τζόυς Κάρολ Όουτς που αναγνώρισε την επίδρασή της στο έργο της. Στην συγκεκριμένη έκδοση μεγάλος αρωγός ο Στήβεν Κινγκ με μια μικρή εισαγωγή προορισμένη για την αμερικανική έκδοση. Προφανώς η διαμεσολάβησή του βοηθάει και στην πρόσληψη του επιγόνου Ουελμπέκ από τους Αμερικανούς αναγνώστες. Άραγε όσοι διαβάζουνε με δέος τις αφηγήσεις του Λάβκραφτ είχανε ποτέ σκεφτεί ότι «κάθε ανθρώπινη προσπάθεια ισούται με το απόλυτο μηδέν. Το σύμπαν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μάταιη διάταξη στοιχειωδών σωματιδίων. Μια μεταβατική μορφή στην πορεία προς το χάος. Που στο τέλος θα υπερισχύσει». Αυτά είναι λόγια του Γάλλου που προοιωνίζουν και το δικό του έργο. Ο Ουελμπέκ βρίσκει τον δάσκαλό του και στρώνεται στη δουλειά. Σίγουρα δεν απαρνήθηκε τα δύο στοιχεία που σιχάθηκε ο Λάβκραφτ: χρήμα και σεξ. Αντιθέτως μάλλον τα χόρτασε, μαζί και τη δόξα. Όμως αυτό «το κατά Ουελμπέκ Λαβκραφτιανό αντι-ευαγγέλιο» είναι ένα διαμάντι γραφής, λαμπερό στην υπερβολή του, ποιητικό στην σύλληψή του, ένας ύμνος για όσους βαρέθηκαν την προβλέψιμη δικτατορία του ρεαλισμού και προτίμησαν να ονειρευτούν την κόλαση του ανεξήγητου. Έτσι ένα βιβλίο εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής αποβαίνει ένα βιβλίο υπέρ των αναγνωστών, υπέρ της λογοτεχνίας. Θεόδωρος Γρηγοριάδης ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008