ΟΙ ΣΕΡΡΕΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥΣ

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ.

Η ιστορία, οι σύλλογοι, τα μουσικά συγκροτήματα

και οι μουσικοδιδάσκαλοι, τα είδη της μουσικής και οι τάσεις

 (Συνοπτικό ιστορικό σημείωμα)

 

 Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η Βυζαντινή μουσική - Τα λαϊκά όργανα

   

    Η τέχνη της μουσικής έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην πολιτισμική ζωή της πόλης

των Σερρών. Κύριες πηγές για την καταγραφή, την αξιολόγηση και στη συνέχεια την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, που αφορούν τα χαρακτηριστικά της στην ιστορική πορεία και παραγωγή στο χρόνο, δεν υπάρχουν.

    Κατά τη βυζαντινή περίοδο δεν έχουμε ιδιαίτερα γνωρίσματα άξια να μνημονευτούν. Οι γνώσεις μας στηρίζονται σε έμμεσες, σκόρπιες και συχνά δυσεξιχνίαστες πληροφορίες. Διάσπαρτα στοιχεία, που αφορούν στη διδασκαλία της παραδοσιακής εκκλησιαστικής μουσικής και στους μουσικοδιδασκάλους της εποχής, διασώζονται σε κώδικες της μονής του Τιμίου Προδρόμου. Η λεηλασία, όμως, των χειρογράφων της από τους Βουλγάρους το 1917 μας στερεί τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε την περισσότερο σημαντική πηγή πληροφοριών της νεότερης ιστορίας των Σερρών. Γι’ αυτό το χρονικό διάστημα είναι λογικό να αναζητήσουμε περιγραφές στα περιηγητικά χρονικά ξένων ταξιδιωτών. Κι αυτά είναι ελάχιστα και χωρίς εικονογραφήσεις κειμένων. Ωστόσο, πρόσφατες εργασίες στον Κώδικα Β΄ της μονής, όπως και προγενέστερες στα αρχεία άλλων μονών, ανασύρουν από τη λήθη, πλην των άλλων, πληθώρα πληροφοριών που σχετίζονται με την ιστορία τους από το 13ο μέχρι και το 19ο αιώνα. Από τις εργασίες αυτές σταχυολογούμε τα πρώτα ονόματα Σερραίων πρωτοψαλτών κ.λπ. της περιόδου που γίνεται λόγος[1].

    Από τα πρώτα ντοκουμέντα σημειώνουμε το «μουσικόν βιβλίον του δωδεκάτου αιώνος με το διφθερωτόν εξώφυλλον, με τα ερυθρά βυζαντινά κεφαλαία και τα ανερμήνευτα ακόμη μουσικά σημεία του», που καταγράφει ο δημοσιογράφος Ευστράτιος Ευστρατιάδης στα 1903[2]. Ιδιαίτερο μουσικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Κατάλογος χειρογράφων του Λίνου Πολίτη, όπου έχουμε αναλυτική περιγραφή χειρογράφου χαρτώου Παπαδικής της μονής Προδρόμου έτους 1453[3]. Την ύπαρξη εκκλησιαστικών μουσικών χειρογράφων και βιβλίων στη μονή καταγράφει και ο Πέτρος Παπαγεωργίου, από τους κορυφαίους φιλολόγους του 19ου αι., που ευτύχησε η πόλη να τον έχει Γυμνασιάρχη για μικρό διάστημα[4].

   Κατά την Τουρκοκρατία έχουμε μια φυσική ανάκαμψη της βυζαντινής παράδοσης, που ωστόσο ούτε σβήνει, ούτε νοθεύεται, όπως άλλωστε και η δημοτική (λαϊκή) μουσική. Αντίθετα, κατά περιόδους μεγαλουργεί. Η επί 530 χρόνια (1383-1913) υποδούλωση της πόλης είχε συνέπεια την επίδραση της μουσικής των κατακτητών στους κατοίκους της και την αποκοπή από κάθε μουσική εξέλιξη και επίδραση. Μόνη εξαίρεση η αυστηρή διδασκαλία της βυζαντινής μελωδίας στις πολυάριθμες εκκλησίες της πόλης. Για μία μακρά περίοδο, μέχρι και τον τελειωμό του 19ου αιώνα  και της Τουρκοκρατίας, η ιδιότητα του μουσικού ταυτίζεται μ’ αυτήν του ιεροψάλτη και λιγότερο του λαϊκού οργανοπαίχτη.

    Η μηχανική άσκηση των Σερραίων μαθητών στην ανάγνωση της Οκτωήχου και του Ψαλτηρίου είναι γεγονός που συναντάται από τις αρχές του 17ου αι., όταν η οργάνωση της παιδείας στην πόλη πραγματοποιεί τα πρώτα της βήματα[5]. Σε ιδιαίτερη εργασία μας κάνουμε λόγο για το ανεκτίμητο Χρονικό του Παπασυναδινού (17ος αι., η δράση ιεροψαλτών, θα επανέλθουμε) αλλά και τις πρόσφατες εργασίες πανεπιστημιακών δασκάλων στον Κώδικα Β΄ της μονής Προδρόμου. Από τις εργασίες αυτές έχουμε και τα πρώτα ονόματα Σερραίων πρωτοψαλτών, μουσικοδιδασκάλων κ.λπ. ακόμα από το 13ο αιώνα[6].

    Ως άριστος μελοποιός και ίσως ο περισσότερο σημαντικός πρωτοψάλτης των Σερρών καταγράφεται ο Σταμάτιος Ζαρκινός ή Στάμος Παναγιώτου, «μουσικός εκ Ζάρκου Θεσσαλίας», μαθητής των τριών Διδασκάλων Χρυσάνθου, Γρηγορίου και Χουρμουζίου. Ήκμασε περί τα μέσα του 19ου αι. και πέθανε το 1894. Δεν παραλείπουμε να καταγράψουμε εδώ την παρουσία του Παναγιώτη Παπα-Αγγελίδη (1837-1907) από το Σωχό Θεσσαλονίκης, πρώτου τη τάξει πρωτοψάλτη στις Σέρρες, αλλά και του Σερραίου ιεροδιδασκάλου, μαθητή του Χουρμουζίου, συνθέτη και μελουργού, Ιωάσαφ, που δίδαξε από το 1842 στην αθωνίτικη μονή Διονυσίου και πέθανε το 1866.

    Μαθήματα της εκκλησιαστικής μουσικής σε επίπεδο οργανωμένης παρακολούθησής τους, παραδίνονται (υποχρεωτικά) στην Ιερατική Σχολή της Μονής Προδρόμου κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Η λειτουργία της, με την αρχική μορφή Ιεροσπουδαστηρίου, τοποθετείται στα 1870, ενώ η αναστολή το 1895. Η ίδρυση εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συμβάλλει στη διαμόρφωση του γνήσιου εκκλησιαστικού ήθους και την εξοικείωση των μελλοντικών λειτουργών της με τη λατρευτική ζωή και την αδελφική συμβίωση[7].   

    Χρήσιμες πληροφορίες για την παρακολούθηση μαθημάτων της εκκλησιαστικής μουσικής μάς δίνει ο ηγούμενος της μονής Θεοδόσιος ο Τερλησινός (1864-1868 και 1871-1885), που αποτελεί αυθεντική πηγή όχι μόνο για τους δασκάλους της σχολής αλλά και για άλλες δραστηριότητες της ζωής στο μοναστήρι και στην πόλη των Σερρών. Από το πλήθος των ιστορικών σημειώσεών του, που περιέσωσε στους Κώδικες, περιέλαβε και Κατάλογο των από του έτους 1825-1883 διδαξάντων εν τη Ιερά Μονή διδασκάλων.

    Στην ακμάζουσα τότε σχολή του μοναστηριού φοιτά και ο ιερομόναχος Γαβριήλ Κουντιάδης (1875-1966), κατά κόσμον Γεώργιος Κούντιος. Δάσκαλος και πνευματικός του καθοδηγητής υπήρξε ο λόγιος Χριστόφορος (Δημητριάδης) Προδρομίτης, συγγραφέας του Προσκηνηταρίου της μονής (Λειψία, 1904). Από το 1928 (διάλυση μετά την τελευταία προσπάθεια επανίδρυσης της σχολής το 1925) μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 δίδαξε με πάθος σε πλήθος μαθητών του το γνήσιο μέλος της Β.Μ. και το τυπικό της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας. Αρκετοί απ’ αυτούς έγιναν ιερείς. Οι περισσότεροι υπηρέτησαν τα αναλόγια εκκλησιών της περιοχής μας. Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο σημειώνουμε το Μουσικό Πεντηκοστάριο, που εξέδωσε το 1931-35 σε δύο τόμους 574 συνολικά σελίδων.

    Την υποχρεωτική διδασκαλία όμως της Βυζαντινής μουσικής και στα νέα Διδασκαλεία Μαρούλη (1874-1885, θα επανέλθουμε) σημειώνει ο Καβαλιώτης διδασκαλιστής της περιόδου 1882-84 Γεώργιος (Τζώρτζης) Καρατζάς[8]. Η πρόσληψη του εκάστοτε πρώτου ψάλτη στη θέση του μουσικοδιδασκάλου της παραδοσιακής εκκλησιαστικής μουσικής, η διδασκαλία της οποίας, άλλωστε, εξέφραζε και τη βούληση των φορέων της πόλης, είχε σκοπό να καλύψει το κενό που υπήρχε από την παντελή έλλειψη μουσικών με κάποιες γενικές γνώσεις. Τέλος, στη διδασκαλία της Βυζαντινής μουσικής και στην οργάνωση εκκλησιαστικής χορωδίας στο Γυμνάσιο Σερρών από το γυμναστή Παναγιώτη Σπηλιόπουλο κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. αναφέρεται και ο γυμνασιάρχης Απόστολος Κωνσταντίνου στην Έκθεση Πεπραγμένων κατά το σχολικό έτος 1905-06[9].

    Πολύτιμες πληροφορίες, όπως προαναφέραμε, για τη δράση ιεροψαλτών από τα μέσα του 17ου αι. αντλούμε από το Χρονικό του Σερραίου Παπασυναδινού. Ο ίδιος, «άρχον του ψαλητήρος Σερρών», τους χαρακτηρίζει ως φιλοκκλήσιους, ψάλτες κοινούς, καλόφωνους, γραμματικούς, πρωτοκαλανάρχους. Από το ίδιο χρονικό πληροφορούμαστε τη χρήση μουσικών οργάνων στις γειτονιές και στα πανηγύρια: «Και αυτός εχαίρουνταν. Και έτρωγαν και έπιναν εις τον ντουνανμάν [γιορτή] όλος ο κόσμος με τα πεχνίδια [μουσικά όργανα]».

    Για την ίδια περίοδο (17ος αι.) ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή μάς πληροφορεί για τα λαϊκά όργανα των Σερραίων σημειώνοντας για τους ίδιους πως είναι όλοι ευφαντασίωτοι, έχοντες κλίσιν εις τα μουσικά όργανα, ως είναι η λύρα, το τύμπανον, ο αυλός, το σαντούριον και ο ταμπουράς[10].

    Η χρυσή πεδιάδα των Σερρών και ο απέραντος πλούτος της συνετέλεσαν ώστε η πόλη να γνωρίσει κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας μεγάλη εμπορική ακμή. Οι μετακινήσεις πληθυσμών από τους ορεινούς όγκους του ηπειροθεσσαλικού χώρου στα εύφορα μέρη του νομού Σερρών από τα μέσα του 18ου αιώνα δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη μουσική παραγωγή των Σερραίων αλλά και των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Η μουσική των μετοίκων γίνεται καταφανής από την πληθώρα τραγουδιών με αναφορά προσώπων, τοπωνυμίων και επιθέτων των περιοχών προέλευσής τους[11].

    Για τη συνεχιζόμενη παρουσία λαϊκών οργάνων, όπως είναι ο ζουρνάς, το νταούλι, οι καραμούτες, το ούτι, το βιολί και η γκάιντα, στην περιοχή και μέσα στην πόλη κάνει λόγο, πολύ αργότερα βέβαια, και ο καθηγητής Κάρολος Αλεξανδρίδης στις Βιογραφικές του αναμνήσεις. Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει ότι στις Σέρρες έμαθε τσιβούρι, έγχορδο που ανήκει στην οικογένεια του ταμπουρά ή κατ’ άλλους σ’ αυτή του λαούτου[12]. Ο Φοίβος Ανωγειανάκης, ακόμα, περιγράφει πώς οι Σερραίοι, προφανώς των προαστίων, κατασκεύαζαν την γκλουσνίτσα, διπλό σουραύλι από δύο καλάμια δεμένα με σπάγγο[13]. Άξια να μνημονευτεί επίσης είναι η περίπτωση του Kemani Haydar Tatliyay, οργανοπαίχτη της λόγιας παραδοσιακής μουσικής, γεννημένου στις Σέρρες το 1890 από γονείς μουσικούς. Ορφανεμένος πριν από την εφηβεία του, ταξιδεύει στην Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Σμύρνη και, τέλος, την ΚΠολη, όπου ζει μέχρι το θάνατό του το 1963. Έγραψε μερικές από τις πρώτες ευρωπαϊκού ύφους σουίτες για ούτι και βιολί, που απαιτούσαν υψηλό βαθμό τεχνικών δεξιοτήτων[14].

           

Η Έντεχνη μουσική

     Από τους προεπαναστατικούς ακόμη χρόνους, με την εξαιρετική ανάπτυξη του

εμπορίου, ιδίως του βάμβακος και των ειδών υφαντουργίας[15], η πόλη αναδεικνύεται, όπως σημειώσαμε ήδη, σε σπουδαίο εμπορικό και εκπαιδευτικό κέντρο στα Βαλκάνια[16], που δεν είναι δυνατόν να παραμείνει  ανεπηρέαστο από τα ρεύματα διαφωτισμού που επικρατούν στην Ευρώπη.

    Μόλις το 1600 οι Σερραίοι που ξενιτεύονται έχουν τις πρώτες επαφές με τη δυτική μουσική και τα κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης (Λειψία, Βιέννη, Παρίσι κ.ά.). Από το 1800 η επαφή αυτή γίνεται εντονότερη[17]. Οι ευπορότερες οικογένειες μετακαλούν Ευρωπαίους καθηγητές μουσικής (πιάνο, βιολί).

    Πρώιμοι Σερραίοι ερευνητές επισημαίνουν αυτή την παρουσία διάσημων Ευρωπαίων μουσικών από τα μέσα του 19ου αι. και τη συνεργασία των σερραϊκών εκπαιδευτηρίων με ξένα πανεπιστήμια. Οι καρποί της συνεργασίας αυτής δε θα αργήσουν να φανούν και να υλοποιηθούν με την αποστολή και συντήρηση υποτρόφων σπουδαστών στο εξωτερικό. Ο Κωνσταντίνος Σγουρός (29.1.1858-25.2.1911) από την Πεντάπολη Σερρών αποστέλλεται με υποτροφία της Φιλεκπαιδευτικής Μακεδονικής Εταιρείας στη Μουσική Ακαδημία της Κολωνίας για ανώτερες σπουδές. Με την επιστροφή του διδάσκει ελληνικούς χορούς και μουσική κατά τα πρότυπα της δυτικής πολυφωνίας στο Γυμνάσιο, στην Κεντρική Αστική Σχολή, στο Παρθεναγωγείο «Γρηγοριάς» και στον ΟΡΦΕΑ.

    Τομή για τα μουσικά πράγματα αλλά και τη νεότερη ιστορία της πόλης αποτελεί η ίδρυση του Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1870 και η λειτουργία του Διδασκαλείου του Αρρένων το 1872[18]. Έχει διευθυντή το λαμπρό Ηπειρώτη παιδαγωγό και λόγιο Δημήτριο Μαρούλη (1840-1892). Στην πρωτοβουλία του οφείλεται η πρόσληψη κατά τα πρώτα χρόνια του συνθέτη - καθηγητή μουσικής, των τεχνικών μαθημάτων και της γερμανικής γλώσσας Wilhelm Johnsen (Βίλχελμ Γιόνσεν)[19].

    Στο Διδασκαλείο περιλήφθηκαν πρώτη φορά μαθήματα φωνητικής, ακόμα και διφωνίες, αλλά και ενόργανης μουσικής (βιολί). Τότε συγκροτήθηκε, επίσης πρώτη φορά, πολυφωνική (τετράφωνη) χορωδία -30 και πλέον μέλη- στις Σέρρες, η πρώτη στον αλύτρωτο ελληνισμό[20].

    Την παράλληλη δραστηριότητα των μουσικοδραματικών θιάσων στην πόλη κατά το τελευταίο τουλάχιστο τέταρτο του 19ου αιώνα πληροφορούμαστε από τις εφημερίδες της εποχής. Την ύπαρξη, για παράδειγμα, του σερραϊκού δραματικού

(= μουσικοδραματικού) ομίλου ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ αποκαλύπτει απόσπασμα του Ερμή Θεσσαλονίκης. Ο θίασος, με πρωταγωνίστρια την Ελένη Βακαρέλη, παίρνει μέρος στο δράμα του Β. Ουγκό Ο Ερνάνης, που ανεβάζει ομάδα φιλομούσων νέων Θεσ/νίκης[21]. Αλλά και στην Αγγελία της 4.4.1878 του Δημ. Μαρούλη γίνεται λόγος για το Δραματικό Θίασο ΑΡΜΟΝΙΑ, γνωστό αργότερα ως ΟΥΡΑΝΙΑ, με κύρια αποστολή την ανάδειξη εγχωρίων ηθοποιών και την υποστήριξη της εθνικής σκηνής εν τω τόπω. Ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Κάρολος Αλεξανδρίδης στα Απομνημονεύματά του κάνει λόγο για το θίασο θεατροφίλων του Δημοσθένη Μέλφου στις Σέρρες των αρχών του 20ού αιώνα. Το 1892 ανεβαίνει, άγνωστο από ποιο μουσικοδραματικό θίασο, Η Λύρα του Γερο-Νικόλα του Δημητρίου Κόκκου (πρώτη: Αθήνα 1891) με πρωταγωνιστή το θιασάρχη - πρωταγωνιστή της Οπερέτας, κατ’ άλλους Σερραίο, Ιωάννη Παπαϊωάννου (1869-1931)[22].

    Η Ευρωπαϊκή μουσική και το έντεχνο τραγούδι κατακτούν ήδη και επηρεάζουν βαθιά την αστική κοινωνία της πόλης κατά τα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού. Σερραϊκές οικογένειες διαθέτουν ιδιόκτητα πιάνα, που εισάγονται από γνωστά κέντρα και πρωτεύουσες της Δύσης (Βιέννη κ.ά.).

    Σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της μουσικής της παράδοσης παίζουν οι πολλές φιλαρμονικές, πέντε τον αριθμό, αν περιλάβουμε κι αυτήν της τουρκικής Φρουράς (Ελληνικής Κοινότητας, Γυμνασίου, Κεντρικής Αστικής Σχολής, ΟΡΦΕΑ), μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αι. Ιδρύονται από ελληνικά σωματεία ή ιδρύματα και λειτουργούν σύμφωνα με καταστατικά εγκεκριμένα από την τουρκική διοίκηση. Αναπτύσσουν έντονη παιδευτική και εθνική δραστηριότητα. Η κάθοδος των συγκροτημάτων αυτών από την Ευρώπη στον ελλαδικό χώρο τοποθετείται στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αι. και αποτελεί, όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Σπύρος Μοτσενίγος στα 1958, την αφετηρία της μουσικής κινήσεως εις τον τόπον μας.

    Ωστόσο, ιδιαίτερα στο χώρο της παραδοσιακής (εμπειρικής) μουσικής της πόλης των Σερρών και της περιοχής τους, δε μαρτυρείται, απ’ όσο γνωρίζουμε αλλά και όπως αναμενόταν, η αντίστοιχη παρουσία λαϊκών σχημάτων (κομπανίες) με τα γνώριμα τώρα πλέον πνευστά (χάλκινα) όργανα των φιλαρμονικών. Τις αιτίες για την έλλειψη αυτή, που δυστυχώς στέρησε τους Σερραίους ένα ιδιαίτερο είδος παραδοσιακής μουσικής με θαυμαστά ποικίλματα και έξοχες μελωδίες, θα τις αναζητήσουμε στην ιδιαιτερότητα των τοπικών πολιτικοκοινωνικών συνθηκών και σε μεγάλο βαθμό στις κατά καιρούς αναθεωρήσεις των σχέσεών μας με τους από βορρά βαλκάνιους γείτονες. Οι πόλεις και η ύπαιθρος της Δυτ. Μακεδονίας είχαν καλύτερη τύχη μιας και η γεωγραφική τους θέση αποτέλεσε τον κύριο λόγο για την ανάδειξη των κοινών εκείνων μουσικών χαρακτηριστικών των λαών τους.

    Αντίθετα, πολύ πριν την είσοδο του 20ού αι. γίνεται αισθητή η παρουσία οργάνων (κιθάρες, μαντολίνα) με τα οποία ερμηνεύονταν έργα κλασικής μουσικής (μελοδράματα, οπερέτες) από επιχώριες ορχήστρες και σχήματα των σερραϊκών εκπαιδευτηρίων, φέρ’ ειπείν του Γυμνασίου, που διαθέτει σίγουρα τμήμα μαντολινάτας υπό τον Κων/νο Σγουρό. Η καθολική επικράτηση των οργάνων αυτών, που ως ένα σημείο επιλέγονται συνειδητά από τους Έλληνες ενάντια στον τουρκικό αμανέ, γίνεται περισσότερο εμφανής κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. (συμφωνικές μαντολινάτες, ορχήστρες και χορωδίες με πολυφωνικό ύφος) για να συνεχιστεί καθόλη τη διάρκειά του.

    Τα εξοχικά κέντρα της πόλης, δυτικότροπα στην πλειονότητά τους, διαθέτουν πλήρεις ορχήστρες. Τέτοια είναι το «Άιφφελ», με βιεννέζικη ορχήστρα εγχόρδων και πιάνο, του «Χρήστου», με πνευστά και έγχορδα υπό την διεύθυνσιν του εξ Αθηνών διακεκριμένου μουσικού Μαλακάση, και του «Μπέλλα», με τους τέσσαρες κύκνους στο συντριβάνι και τες ξανθές βιεννέζες στην εξέδρα της ορχήστρας, όλα σχεδόν στην ίδια περιοχή, τη σημερινή οδό Εξοχών.

 

Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Η περίοδος μέχρι και το Μεσοπόλεμο

    Το 1902 ο βιολονίστας Κων/νος Σγουρός ιδρύει την πρώτη (συμφωνική) μαντολινάτα - ορχήστρα νέων στις Σέρρες. Την ίδια χρονιά ιδρύεται ο Γυμναστικός [ή Μουσικογυμναστικός] Σύλλογος, γνωστός περισσότερο ως Όμιλος Ερασιτεχνών ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ, που γίνεται πασίγνωστος με τη σύσταση του τμήματος της ομώνυμης φιλαρμονικής το 1904 υπό τον Θεσσαλονικιό Ιωάννη Βαΐου (1883-4.6.1961, θα επανέλθουμε), της πρώτης στην πόλη και την περιοχή των Σερρών[23]. Δρα παράλληλα με τον ΟΡΦΕΑ (1905). Η ξέχωρη πορεία των δύο σωματείων μέχρι τα 1915-16 που διαλύεται το πρώτο, στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προέκταση της συνεχούς διαμάχης -η κορύφωσή της στα 1891- των Τσορμπατζήδων της πόλης (Τερψιχόρη) και των Τσιπλάκηδων (Ορφέας).

    Ο Γυμναστικός Σύλλογος διαθέτει ακόμα πλήρη μαντολινάτα υπό τον Νικόλαο Παπαναστασόπουλο (Αθήνα 1874;-Θεσ/νίκη 1919). Διαγράφει κυρίαρχη ιστορική και πολιτισμική διαδρομή στην πόλη αναδεικνύοντας τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του σωματείου σε μια εποχή που προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη της ενίσχυσης και στήριξης του Μακεδονικού Αγώνα στις Σέρρες. Ίσως πρόκειται για τη συνέχεια του ομώνυμου συλλόγου τού 1899, για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο πως ως αθλητικό σωματείο στην αρχή ιδρύει γυμναστήριο για να οργανώσει στη συνέχεια τμήμα φιλαρμονικής[24]. Ο Δραματικός Σύλλογος Ερασιτεχνών, που προστίθεται σ’ αυτόν αργότερα, τερματίζει τη δραστηριότητά του με μία μόνο παράσταση στη «Γρηγοριάδα». Από το σημείο αυτό οι ειδήσεις για τη δράση του χάνονται και τα μέλη του εντάσσονται αρχικά στο Γυμναστικό Σύλλογο του 1902 και αργότερα βεβαίως στον ΟΡΦΕΑ. 

    Την 1.8.1905 ιδρύεται ο ΟΡΦΕΑΣ. Ο πραγματικός σκοπός της ίδρυσης είναι εθνικός× μέλη του εντάσσονται στο Μακεδονικό Αγώνα και στην οργανωμένη από το 1904 ελληνική άμυνα κατά των Βουλγάρων, ενώ η διδασκαλία της μουσικής και της δραματικής τέχνης αποτελούν το πρόσχημα της δραστηριότητάς του. Διατηρεί τμήματα χορωδίας, ορχήστρας εγχόρδων και μαντολινάτας με πρώτο δάσκαλο τον Κ. Σγουρό. Η Α΄ Συναυλία δίνεται στις αρχές του 1907, ενώ την επόμενη χρονιά ανεβαίνει στη «Γρηγοριάδα» η Γκόλφω του Σπ. Περεσιάδη με τη μουσική υποστήριξη της ΤΕΡΨΙΧΟΡΗΣ, ενταγμένης από το 1907-08 ουσιαστικά στον ΟΡΦΕΑ. Ακολουθούν παραστάσεις στις Σέρρες (θερινό θέατρο «Θάλεια») και στο νομό[25].

    Από την πολύχρονη προσφορά του συλλόγου, εν δράσει μέχρι σήμερα, στη μουσική και στον πολιτισμό της πόλης επισημαίνουμε τον καθοριστικό του ρόλο στη διάσωση και διάδοση των δημοτικών τραγουδιών της περιοχής, τη συμβολή του στην ανάπτυξη της πολυφωνικής χορωδιακής μουσικής, της συμφωνικής μουσικής και τη σοβαρή, τουλάχιστο μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, εκπροσώπηση της πόλης σε πανελλήνια και διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής, συναντήσεις, διαγωνισμούς.

    Την ίδια περίοδο αναπτύσσουν δραστηριότητα ο Μουσικός Όμιλος ΟΜΟΝΟΙΑ και ο Μουσικοδραματικός Σύλλογος ΑΠΟΛΛΩΝ. Ο πρώτος ιδρύεται το 1908. Οργανώνει συναυλίες και «θεατρικές εσπερίδες» στο νομό και στις γειτονικές πόλεις[26]. Ο δεύτερος επίσημα το 1914, τότε που ο ΟΡΦΕΑΣ μετατρέπεται σε πολιτικό σωματείο της βενιζελικής παράταξης[27] και μετονομάζεται σε ΦΙΛΙΠΠΟ -λειτουργεί βεβαιωμένα μέχρι και τον Οκτώβρη του 1915- για να επανασυσταθεί το 1919 με την προσωνυμία ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ - ΠΡΩΗΝ «ΟΡΦΕΥΣ».

    Μετά την τελευταία πυρπόληση της πόλης το 1913, την ολοσχερή καταστροφή, την ερήμωση και τους πολέμους που ακολουθούν, αρχίζει μία αναγεννητική προσπάθεια σ’ όλους τους τομείς. Η ενσωμάτωση του προσφυγικού στοιχείου μετά το 1922, η αγωνία για την καθημερινή επιβίωση και οι κοινωνικές αντιθέσεις ταλανίζουν τους κατοίκους της. Είναι η εποχή που όχι λίγες φορές η οικονομική κρίση και η ανεργία σαρώνουν την εργατική τάξη παρά τη διαφαινόμενη πρόοδο σε όλα τα επίπεδα[28].

    Όλα αυτά οι Σερραίοι τα αντιπαρέρχονται με αθρόες προσελεύσεις στις συναυλίες των τοπικών σωματείων, τις παραστάσεις των θιάσων και τους χορούς υπό τους ήχους του γραμμόφωνου και της λατέρνας, της τζαζ μπαντ, του σουίγκ, του φοξ τροτ, του ταγκό και του βαλς. Η νεολαία, ταλαιπωρημένη από τις κακουχίες και τις δοκιμασίες των προηγούμενων χρόνων, συμμετέχει σε κάθε προοδευτική δραστηριότητα.

    Ο ΟΡΦΕΑΣ ξαναβρίσκει την παλιά του αίγλη με πλήρη τμήματα χορωδίας, μαντολινάτας, 60μελούς ορχήστρας εγχόρδων - πνευστών και φιλαρμονικής υπό τον Παναγιώτη Δρομάζο το 1920 και αργότερα με διευθυντές ακόμα και Ευρωπαίους μουσικοδιδασκάλους, όπως τον Αυστριακό Λούντβιχ Πλανκ κ.ά.

    Ο αυτοδίδακτος μουσικός Γιάννης Ουζούνης (Σέρρες 1906-Θεσ/νίκη 1977) οργανώνει μαντολινάτα αποκλειστικά από συμμαθητές του στο Γυμνάσιο (περίοδος 1920-25). Τα επόμενα χρόνια η γνωστή πλέον (συμφωνική) Μαντολινάτα Ουζούνη πλαισιώνεται από τμήμα ανδρικής χορωδίας ελεύθερων Σερραίων τραγουδιστών και εντάσσεται στον ΟΡΦΕΑ διατηρώντας συνήθως την ονομασία.

    Νέα μουσικά σχήματα και σωματεία εμφανίζονται στο προσκήνιο, που δρουν ανταγωνιστικά προς τον ΟΡΦΕΑ, όμως ευεργητικά για τη μουσική ανέλιξη της πόλης. Η λόγια μουσική, περισσότερο δημοφιλής πλέον, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, σε όλες τις τάξεις της σερραϊκής κοινωνίας αλλά και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παίζεται τόσο από επαγγελματίες μουσικούς όσο και θαυμάσιους ερασιτέχνες, που παρουσιάζουν σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν έργα (ή αποσπάσματά τους) μεγάλων συνθετών της Δύσης και -λιγότερο- Ελλήνων της μέσης Επτανησιακής Σχολής. Έργα δημιουργών της αποκαλούμενης Εθνικής Μουσικής Σχολής των αρχών του 20ού αι. αλλά περισσότερο της δεκαετίας του 1930 και της καθιέρωσης της «ελληνικότητας» ως ιδεολογήματος, απουσιάζουν παντελώς από το σωζόμενο υλικό (προγράμματα συναυλιών, κριτικές στον τοπικό τύπο κ.λπ.).

    Δεξιοτέχνες πιανίστες και διάσημοι λυρικοί τραγουδιστές του Ελληνικού Μελοδράματος επισκέπτονται την πόλη -συνήθως αν όχι πάντα- μετά τη Θεσσαλονίκη και πραγματοποιούν συναυλίες στα κινηματοθέατρα και τα αριστοκρατικά ζαχαροπλαστεία της. Πολυπρόσωπες ορχήστρες «Ελαφράς» μουσικής, σερραϊκές και ξένες, κυρίως αθηναϊκές, ονομαστοί περιοδεύοντες θίασοι και οπερέτες, επιθεωρήσεις, μπαλέτα και «ντιζέρ» της εποχής κατακλύζουν τα κέντρα διασκέδασης και κυριαρχούν στην προτίμηση της συντριπτικής πλειονότητας των Σερραίων. Φωνητικά σχήματα, κομπανίες και μπάντες εγχόρδων και πνευστών, οργανωμένες βασικά από τα μέλη της φιλαρμονικής του ΟΡΦΕΑ, δίνουν το στίγμα της εποχής. Ερασιτέχνες τραγουδιστές ή χορωδοί του συλλόγου αλλά και επαγγελματίες μουσικοί από τις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη εργάζονται στα κινηματοθέατρα της πόλης κρατώντας τη μουσική υπόκρουση (πιάνο, φωνή) των έργων του βωβού κινηματογράφου.

    Ο Ιωάννης Βαΐου, κυρίαρχη μορφή στη μουσική της πόλης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, επιστρέφει στις Σέρρες μετά από μία μικρή περίοδο απουσίας του στη Θεσσαλονίκη. Αναλαμβάνει την οργάνωση και διεύθυνση των τμημάτων του ΟΡΦΕΑ, διδάσκει στο Γυμνάσιο (χορωδία, μαντολινάτα), το Παρθεναγωγείο, στον ΑΠΟΛΛΩΝΑ, στο Διδασκαλείο Νηπιαγωγών (Θεωρία της μουσικής, μαντολίνο, χορωδία), το Μικτό Διδασκαλείο (Ωδική, Βυζαντινή μουσική) και, τέλος, στο Εθνικό Ορφανοτροφείο Αρρένων (χορωδία, φιλαρμονική). Το τελευταίο διαθέτει και μαντολινάτα κατά το διάστημα 1924-33 με το Βασίλειο Βεηλεκτσίδη (Αμισός Πόντου 1885-Σέρρες 1959). 

    Στο Διδασκαλείο Θηλέων, που είναι η συνέχεια του μικτού (1924), ο Μελενίκιος Πέτρος Τραϊανός (1897-1960) δημιουργεί τετράφωνη χορωδία, ενώ ο (;) Δελόπουλος ορχήστρα από 40 βιολιά μέχρι τη διάλυσή του το 1934. Αυτή τη χρονιά αναγγέλλεται και η ίδρυση της Μουσικοχορευτικής Σχολής των Αλεξάνδρου και Γεωργίας Μήτσα. Στο πρόγραμμα των τακτικών μαθημάτων με πλήρη ορχήστρα περιλαμβάνεται και η διδασκαλία όλων των εγχόρδων οργάνων[29].

    Η Στρατιωτική Μουσική της έκτης Μεραρχίας Σερρών πραγματοποιεί τακτικές συναυλίες υπό τον ανθυπασπιστή Δημήτριο Ξυδέα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 με κλασικό ρεπερτόριο, πατριωτικά τραγούδια αλλά και τραγούδια της εποχής. Στο συγκρότημα υπηρετούν περί τους 130 αξιολογότατοι μουσικοί, που αργότερα θα αποτελέσουν τα βασικά στελέχη των Κρατικών Ορχηστρών Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

    Το 1927 ιδρύεται ο Μουσικοδραματικός Σύλλογος ΑΠΟΛΛΩΝ, που στην ουσία αποτελεί τη συνέχεια του ομώνυμου σωματείου του 1914. Δρα ανταγωνιστικά προς τον ΟΡΦΕΑ με πλήρη τμήματα χορωδίας, μαντολινάτας και ορχήστρας εγχόρδων και διευθυντές το Δημ. Ξυδέα, το Θεσσαλονικιό ερασιτέχνη βιολονίστα Στέφανο Στεφανίδη και τον Ιω. Βαΐου. Αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα επί έξι περίπου χρόνια και γίνεται το καταφύγιο των προοδευτικών δυνάμεων της πόλης και ιδιαίτερα αρκετών από τα μέλη και τους μουσικούς του ΟΡΦΕΑ. Ο τελευταίος στρέφεται προς τον αθλητισμό, με συνέπεια να μειωθεί σημαντικά η μουσική του δράση. Στο συγκρότημα συμμετέχει περιστασιακά και ο νεαρός τρόφιμος του Ορφανοτροφείου Αρρένων και απόφοιτος του περιώνυμου Γυμνασίου Σερρών Χρήστος Π. Σταματίου (1909-27.8.1998), η πρωταγωνιστική διαδρομή του οποίου ξεκινά το 1929, όταν το δημοτικό συμβούλιο της πόλης -δήμαρχος ο Επαμεινώνδας Τικόπουλος- χορηγεί ετήσια υποτροφία για την εγγραφή του στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Η πρωτοποριακή αυτή απόφαση αποτελεί την αρχή της λαμπρής σταδιοδρομίας του σημαντικότερου των Σερραίων μουσικών με πανελλήνια παραδοχή.

    Το 1930 συστήνεται -δραστηριότητα από την επόμενη χρονιά- η πρώτη οργανωμένη πολυφωνική (τετράφωνη) ανδρική εκκλησιαστική χορωδία στις Σέρρες, γνωστή ως Χορωδία του ι.ν. του Τιμίου Σταυρού Σερρών. Έχει διευθυντή τον Καβαλιώτη Αλέξανδρο Λιβανό, απόφοιτο του Ωδείου Αθηνών.

    Τρία χρόνια αργότερα, το 1934, ιδρύεται από μέλη του ΟΡΦΕΑ το πρώτο και περισσότερο σημαντικό μουσικομορφωτικό ίδρυμα στην πόλη και στο νομό με τον τίτλο Ωδείον Σερρών ΟΡΦΕΥΣ. Σηματοδοτεί την αφετηρία μιας λαμπρής πορείας και αποτελεί τον πυρήνα των μουσικών εκδηλώσεων μέχρι τις παραμονές του πολέμου του 1940[30].

    Με πρωτοβουλία της εφορείας κατορθώνεται η οικονομική του αυτοτέλεια με την ψήφιση νόμου που επιβάλλει υπέρ του ωδείου πρόσθετο τέλος συνολικά 2 δραχμών στα εισιτήρια των δημοσίων θεαμάτων και στην κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος στο Δήμο Σερρών. Ως διευθυντής προσλαμβάνεται ο Γερμανός βιολονίστας, πρώην διευθυντής του Ωδείου Δράμας (1926-33), Αλέξανδρος Μπλενόβ (Λειψία 1884-Αθήνα 1981) και πρώτοι καθηγητές οι αριστούχοι του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Γεωργιάδης (Θεσ/νίκη 1909-Αθήνα 8.5.1986) και ο μόνος Σερραίος Χρ. Σταματίου.

    Σε ελάχιστο διάστημα οργανώνονται 4 χορωδίες (η πρώτη αξιοσημείωτη πολυφωνική παιδική της πόλης με το Χρ. Στ., γυναικεία, ανδρική -συχνά και ως κλιμάκιο εκκλησιαστικής, φέρ’ ειπείν για την εκφορά του στρατιωτικού επιταφίου-, μικτή), ορχήστρα «Ελαφράς» μουσικής από προχωρημένους μαθητές του ωδείου υπό την εποπτεία του Αλ. Μπλενόβ, ορχήστρα δωματίου και αργότερα η πρώτη και μοναδική μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα πλήρης συμφωνική ορχήστρα της πόλης. Την προέλευση των μουσικών του ορχηστρικού αυτού συγκροτήματος πληροφορούμαστε από τα σωζόμενα προγράμματα και το φωτογραφικό υλικό της εποχής: Μαθητές - ερασιτέχνες μουσικοί συνεπικουρούμενοι από τους εκπαιδευόμενους παλιούς ορφικούς καλλιτέχνες - μέλη της φιλαρμονικής και στα πρώτα αναλόγια οι καθηγητές.

    Από τις τάξεις του ωδείου αναδεικνύεται η νέα γενιά Σερραίων μουσικών, που στηρίζει ουσιαστικά τη μουσική κίνηση της πόλης και επανδρώνει τα μεταπολεμικά μουσικά της σχήματα και συλλόγους. Όμως, η περικοπή των μόνιμων πόρων αρχικά, μα κυρίως ο επερχόμενος πόλεμος, σημαίνουν το τέλος και μοιραία την οριστική του διάλυση. Το Σεπτέμβρη του 1939 κυρύσσεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα την Άνοιξη του 1941.


 

[1] Lisa Benou, Le Codex B du Monastere Saint-Jean-Prodrome Serres XIIIe-XVe siecles, εισαγωγή Andre Guillou× Paolo Odorico, Le Codex B du Monastere Saint-Jean-Prodrome Serres XVe-XIXe siecles, έκδ. του ιδρύματος «Pierre Belon», Παρίσι 1998.

[2] Ευστράτιος Ευστρατιάδης, Οδοιπορικόν. Η πρώτη περιοδεία Έλληνος δημοσιογράφου, εφημ. Σκριπ, κεφ. «Σέρραι». Δεύτερη δημοσίευση στο βιβλίο Μακεδονία, Αθήναι 1903.

[3] Λίνος Πολίτης, Κατάλογος χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αρ. 1857-2500, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 54, έκδ. του Γραφείου Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1991, με τη συνεργασία της Μαρίας Πολίτη - Σακελλαριάδη. Στα χειρόγραφα αναφέρθηκε η τελευταία την 4.3.1994, όταν η Εταιρεία Μελέτης και Έρευνας της Ιστορίας των Σερρών οργάνωσε  εκδήλωση με θέμα στο Πρόγραμμα για τη δημοσίευση του Καταλόγου των Ελληνικών χειρογράφων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών των αποκειμένων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.

[4] Η παρακείμενη βυζαντινή μονή του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, στο Μενοίκιο όρος, διέθετε σπουδαία βιβλιοθήκη με πλούσια συλλογή βυζαντινών χειρογράφων και 1.000 περίπου εντύπων, βλ. Π. Παπαγεωργίου, Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί τας Σέρρας και η μονή Ιωάννου του Προδρόμου. Συμβολή ιστορική και αρχαιολογική, Byzantinische Zeitschrift 3 (1894) και φωτομηχ. ανατ. από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σερρών, Θεσσαλονίκη 1988.

[5] Αθ. Αργυρός, Η δράσις και το έργον του Δημ. Μαρούλη [1870-1885], ανάτυπο από την εφημ. Εμπρός των Σερρών, 1936, 7.

[6] Για τη «Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, τους δασκάλους και ιεροψάλτες μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα», βλ. μελέτη μας στο περ. Γιατί 284 (1999), κυκλοφορία και σε ανάτυπο, ενώ κατάλογο και βιογραφικά πρωτοψαλτών στην εργασία μας Στοιχεία για την εξέλιξη της μουσικής τον εικοστό αιώνα στα Σέρρας με μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, έκδ. περ. Γιατί, Σέρρας 1992, 42-44.

[7] Λεπτομέρειες βλ. Γ. Στογιόγλου, Η Ιερατική Σχολή στο Μοναστήρι του Τιμ. Προδρόμου Σερρών, στα Πρακτικά του Επιστημονικού Συμποσίου της Ι. Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, «Χριστιανική Μακεδονία, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών», Θεσ/νίκη 1995, 125-168. Στα Πρακτικά του ιδίου Συμποσίου, σσ. 169-180, βλ. ακόμα και Ευσταθίου Κεκρίδη «Η Ιερατική Σχολή της Μονής Τιμίου Προδρόμου. Συμβολή στην εκπαίδευση του ενοριακού κλήρου κατά τον 19ο αι.».

[8] Νικόλαος Ρουδομέτωφ, Ο Καβαλιώτης δάσκαλος Γεώργιος (Τζώρτζης) Καρατζάς (1862 ή 1867-1952) και οι σπουδές του στη διδασκαλική σχολή Μαρούλη των Σερρών στα χρόνια 1882-84, Πρακτικά Α΄Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών, 20-23 Σεπτεμβρίου 2001, «Η Καβάλα και τα Βαλκάνια, από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα», έκδ. του Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας και του Κέντρου Ιστορικών Μελετών και Εκδόσεων Νοτιανατολικής Ευρώπης και Μεσογείου, τόμ. Α΄, Καβάλα 2004, σσ. 359-392. Το κείμενο αναδημοσιευμένο στο περ. Γιατί 349-350 (2004) 9-24.

[9] Γιώργος Ν. Αψηλίδης, Χρηματοδότηση και επιθεώρηση ελληνικών σχολείων στην περιοχή των Σερρών στις αρχές του 20ού αιώνα, περ. Σίρις 6 (2002) 104, σημ. 58, κυκλοφορία και σε ανάτυπο.

[10] Για τη μετάφραση του μέρους που αφορά τις Σέρρες βλ. Ν. Μοσχόπουλου, Η Ελλάς κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 15 (1939) 172.

[11] Πληροφορίες για τις μετακινήσεις των πληθυσμών παίρνουμε από τα δημοτολόγια των δήμων και κοινοτήτων του νομού. Πρόσφατες εργασίες και καταγραφές τραγουδιών της περιοχής: Γιώργος Καφταντζής, Τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής Σερρών, έκδ. της Σερραϊκής Πολιτιστικής Εταιρίας (Σ.Π.Ε.), Σέρρες 1978, χωρίς σημειογραφία× Χρήστος Σταματίου, Δημοτικά τραγούδια της περιοχής Σερρών, έκδ. της Μικτής Χορωδίας Σερρών, επιμέλεια του γράφοντος, Σέρρες 1983× Έφη Χατζηδημητρίου, Τα δημοτικά τραγούδια των Νταρνακοχωρίων, Σερραϊκά Ανάλεκτα 2 (1994) 227-262 και Γ. Αγγειοπλάστης, 40 τραγούδια της πόλης των Σερρών, Σέρρας 1994.

[12] Ηλίας Βολιώτης-Καπετανάκης, Ελλήνων μούσα λαϊκή, Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997, 55.

[13] Φοίβος Ανωγειανάκης, Ελληνικά μουσικά όργανα, έκδ. της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1976, 150.

[14] H. Hagopian, Istanbul 1925, Traditional Crossroads CD 4266, New York, U.S.A. 1994.

[15] Πρόσφατη αναφορά στο θέμα από το Γιώργο Κουτζακιώτη, Οι ισχυροί αγιάνηδες της Δράμας, της Ζίχνας και των Σερρών (τέλη 18ου - αρχές 19ου αι.): Προσωπογραφικά στοιχεία και μαρτυρίες για το ρόλο τους στην οικονομία της περιοχής, Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και Πολιτισμός, Πρακτικά Γ΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Δράμα 21-24 Μαΐου 1998, έκδ. της Δ.Ε.Κ.Π.Τ.Α. Δήμου Δράμας, Δράμα 2002, τόμ. 1, σσ. 199 και 202-3.

[16] Η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες και το Μοναστήρι αναδεικνύονται σε σημαντικά κέντρα των περιοχών της Νότιας, της Ανατολικής και της Δυτικής Μακεδονίας αντίστοιχα.

[17] Γ. Αγειοπλάστης, Ειδήσεις για τη μουσική της πόλης των Σερρών μέχρι τους πρώτους χρόνους του εικοστού αιώνα (Συμβολή στην πρώτη εργασία «Πληροφορίες για τη μουσική στην πόλη των Σερρών» στα Οκτώ κείμενα σερραϊκής μουσικής ιστοριογραφίας του ιδίου, έκδ. του Πολιτιστικού Συλλόγου Βυρώνειας, Σέρρες 1996, 15-26).

[18] Πρόσφατη εμπεριστατωμένη εργασία για το «Μακεδονικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Σερρών και την εκπαιδευτική και πολιτιστική του δράση» περιέλαβε στα Σερραϊκά Ανάλεκτα, ό.π., 4 (2006) 57-112, ο συντοπίτης μας Πέτρος Κ. Σαμσάρης.

[19] Λ. Παπαδάκη, ό.π., 70, όπου ο W.J. σκιαγραφείται ως άνδρας με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με κυρίαρχο και καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση των σερραϊκών διδασκαλείων και την εκπαιδευτική τους αποστολή. Δεν σημειώνονται χρονολογίες γεννήσεως και θανάτου.

[20] Αθ. Αργυρός ό.π., 17, και Ν. Ρουδομέτωφ, ό.π., 388.

[21] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), Θεσ/νίκη, Νησίδες, 1995, 11.

[22] Γ. Αγγειοπλάστης, Μια μουσικοθεατρική παράσταση στις Σέρρες στα τέλη του 19ου αιώνα. Η «Λύρα του Γερο-Νικόλα» του Δημητρίου Κόκκου στις Σέρρες το 1892, περ. Δρομολόγιο των Σερρών 8 (2005) 11-15.

[23] Περισσότερα για τη φιλαρμονική ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ βλ. στα δικά μας Οκτώ κείμενα, ό.π., κεφ. «Ο Όμιλος ερασιτεχνών ‘Τερψιχόρη’ και η πρώτη φιλαρμονική των Σερρών στα 1904», σσ. 39-44 και «Μια μουσικοθεατρική παράσταση στο Μικρό Σούλι Σερρών στα 1909», σσ. 45-52.

[24] Εγκυκλοπαιδικόν Ημερολόγιο «Φάρος της Ανατολής 1901», ΚΠολη 1900, 299 και εφημ. Εμπρός των Αθηνών (αρχείο Γιώργου Αψηλίδη), φ. 24.4.1901, σ. 4.

[25] Λεπτομέρειες βλ. στο Γιώργο Αψηλίδη, Η Πρωτομαγιά του 1908 στην πόλη των Σερρών, περ. Μετά 64 (2000), κυκλοφορία και σε ανάτυπο. Για τον Όμιλο Ερασιτεχνών «Τερψιχόρη» και την πρώτη φιλαρμονική των Σερρών στα 1904 και τις εξορμήσεις της στο νομό βλ. και στα δικά μας Οκτώ κείμενα, ό.π., σσ. 39-44 και 45-52. Το Δεκέμβριο του 1908, επίσης, η «Τερψιχόρη» ανεβάζει την Γκόλφω στην Αλιστράτη.

[26] Περισσότερα για τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ και την ανταγωνιστική του δράση με τον ΟΡΦΕΑ βλ. στα δικά μας Οκτώ κείμενα, ό.π., κεφ. «Συναυλία αντεγκλήσεων», σσ. 65-75.

[27] Γ. Καφταντζής, Ορφέας Σερρών 1905-1991. Ιστορική αναδρομή, Θεσ/νίκη 1991, 74.

[28] Περισσότερα, πηγές κ.λπ. βλ. στην εργασία μας «Η μουσική στην πόλη των Σερρών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου του εικοστού αιώνα. Η λόγια μουσική, οι σύλλογοι, τα ιδρύματα, οι συναυλίες και οι μουσικοδιδάσκαλοι. Χρονολόγιο, πληροφορίες, σχόλια», περ. Γιατί 318 (2001) 33-48, κυκλοφορία και σε ανάτυπο.

[29] Βασίλης Τζανακάρης, Το θέατρο και ο κινηματογράφος εις την «καλλίστην πόλιν» των Σερρών, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το λυκόφως του 20ού, Σέρρας 2003, 116 και 224.

[30] Το 1989 δημοσιεύτηκε το ιστορικό μας λεύκωμα για το Ωδείον Σερρών «Ορφεύς» από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών.

Αρχή Επικοινωνία Αρχική